στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σκέπης στην Έδεσσα
Με τον "ζωντανό" ήχο από τον ναό (όχι καλή ηχογράφηση):
Με ήχο από δεύτερη ηχογράφηση (στο σπίτι):
Όσοι έτυχε να έχουν ανοιχτά τα ραδιόφωνά τους το πρωί της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940 άκουσαν έκτακτο ανακοινωθέν του ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών: «Η Ελλάς από της έκτης πρωϊνής της σήμερον ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάστασιν προς την Ιταλίαν».
Το Έπος του 40’ είχε αρχίσει.
Στις 2 Νοεμβρίου 1940, 6 ελληνικά καταδιωκτικά αεροπλάνα, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν, πάνω από τον Λαγκαδά, 25 ιταλικά βομβαρδιστικά που συνοδεύονταν από 7 καταδιωκτικά και κατευθύνονταν προς τη Θεσσαλονίκη. Ο υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης, όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά του, εμβόλισε, με την έλικά του καταδιωκτικού του αεροπλάνου, την ουρά ενός ιταλικού βομβαρδιστικού, κατέστρεψε το πηδάλιο της ουράς του εχθρικού βομβαρδιστικού και εκείνο, μετά από περιδίνηση συνετρίβη στο έδαφος. Τέσσερα μέλη του πληρώματος το εγκατέλειψαν με αλεξίπτωτο. Ο υποσμηναγός Μητραλέξης, με στρεβλωμένη την έλικα του αεροσκάφους του, κατάφερε να το προσγειώσει κοντά στα συντρίμμια του ιταλικού βομβαρδιστικού και με το περίστροφο του, συνέλαβε τους τέσσερεις Ιταλούς. Το συμβάν αυτό απασχόλησε για ημέρες τον ελληνικό και ξένο τύπο και το επιβεβαίωσε, σε συνέντευξή του, στις 17 Νοεμβρίου 1940, στην εφημερίδα «Πρωία», ένας από τους διασωθέντες Ιταλούς αιχμαλώτους.
Ο παρουσιαστής ειδήσεων του BBC (Ρίτσαρντ Ντίμπλεμπι) σε ανταπόκρισή του από το αλβανικό Μέτωπο έγραψε: «Είχε φτάσει η ώρα του φαγητού. Πίσω από ένα φορτηγό μοίραζαν ψωμί-κουραμάνα. Εμείς καθόμασταν στο αυτοκίνητό μας λίγο παραπέρα. Ένας Έλληνας στρατιώτης επέστρεφε από το φορτηγό με την κουραμάνα στο χέρι. Ήταν μούσκεμα. Το νερό της βροχής γυάλιζε στο μέτωπο του και γλιστρούσε στα μάγουλά του. Ήταν βουτηγμένος στη λάσπη ως τα γόνατα. Επί δώδεκα ώρες οδηγούσε ένα μουλάρι και μόλις είχε πάρει το πενιχρό συσσίτιο του. Έριξε μια ματιά μέσα στο αυτοκίνητο μας, είδε ότι δεν τρώγαμε και μας πρόσφερε το καρβέλι που μόλις είχε πάρει. Επίσης γνωρίζω περιπτώσεις που Έλληνες στρατιώτες μοιράστηκαν το λιγοστό ψωμί τους με Ιταλούς αιχμαλώτους.» …. «Εκείνο που προκαλεί εξαιρετικό θαυμασμό δεν είναι τόσο η νίκη που πέτυχε η Ελλάδα, μια μικρή χώρα απέναντι σε πολύ ισχυρότερο και μεγαλύτερο εχθρό, αλλά το ηθικό του ελληνικού λαού. Πουθενά αλλού δεν είδα πιο χαρούμενους στρατιώτες.»
Ο πολεμικός ανταποκριτής του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Αμερικής (Ρέιμοντ Σουίνγκ) στις 3 Νοεμβρίου 1940 είπε: «Η μικρή Ελλάδα έδωσε θάρρος στους τρομοκρατημένους λαούς και δεν αποκλείεται ο ηρωισμός της μικρής αυτής χώρας να γίνει η αρχή του τέλους του φασισμού. Οι ελληνικές νίκες έχουν παντού τεράστια επίδραση. Οι Έλληνες, με τη γενναιότητά τους, ίσως αλλάξουν την όψη του πολέμου, ίσως γίνουν η αφορμή να συντριβούν τα όνειρα των φασιστών. Στους Έλληνες ανήκει κάθε τιμή.»
Ένα χρόνο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, το 1939 βρέθηκε στην Ελλάδα ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρι Μίλερ. Το 1941 δημοσίευσε βιβλίο, το οποίο εμπνεύστηκε από το ταξίδι του στην Ελλάδα, με τίτλο «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού». Εκεί γράφει:
«Η Ελλάδα δεν είναι μια μικρή χώρα, έχει μια εντυπωσιακή απεραντοσύνη. Κανείς τόπος, από όσους επισκέφθηκα, δεν μου έδωσε μια παρόμοια εντύπωση μεγαλείου ... Η Ελλάδα είναι ατέλειωτα ευρύτερη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα μπορούσε να καταβροχθίσει χωρίς κόπο τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη μαζί ... Στην Ελλάδα, έχει κανείς την πεποίθηση πως η μεγαλοφυΐα κι όχι η μετριότητα είναι ο κανόνας ... Το έργο της μεγαλοφυΐας είναι να εμποδίζει το θάνατο του θαύματος να ζει συνεχώς μέσα στο θαύμα, να το κάνει το θαύμα όλο και πιο θαυματουργό, να μη δηλώνει υποταγή σε τίποτε, παρά να ζει θαυματουργά, να σκέφτεται, να πεθαίνει μέσα στο θαύμα ... Από όποια άποψη κι αν την είδα, η Ελλάδα μου παρουσιάστηκε ως το κέντρο του σύμπαντος, ως ο ιδανικός τόπος συνάντησης του ανθρώπου με τον άνθρωπο, ενώπιον του Θεού. Αυτό που μου πρόσφερε η Ελλάδα, η Νέα Υόρκη, τι λέω, ολόκληρη η Αμερική, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταστρέψει. Η Ελλάδα με μεταμόρφωσε σε ένα ον ελεύθερο και ολοκληρωμένο. Έφευγα από την Ελλάδα έτοιμος να συναντήσω το δράκο και να τον σκοτώσω, γιατί τον είχα ήδη σκοτώσει στην καρδιά μου. Αγάπησα αυτούς τους ανθρώπους, τους λάτρεψα, γιατί μου αποκάλυψαν τις αληθινές διαστάσεις του ανθρωπίνου όντος. Αγαπώ το χώμα στο οποίο μεγάλωσαν, το δέντρο από το οποίο ξεπήδησαν, το φως που τους έθρεψε, την καλοσύνη, την ακεραιότητα, την ανθρωπιά που ακτινοβολούσαν. Με έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό μου, με εξάγνισαν από τα μίση μου, τις ζήλειες και τα πάθη μου. Και, πρώτα απ'όλα, μου απέδειξαν με το παράδειγμά τους ότι η ζωή μπορεί να συνεχίζει να κυλά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι τόσο πλήρεις, τόσο πλούσιοι, που δίνονται τόσο απόλυτα, ώστε κάθε φορά που τους αφήνεις νιώθεις ότι δεν έχει σημασία αν χωρίζεστε για μια μέρα ή για πάντα. Έρχονται κοντά σου ξεχειλίζοντας και σε ξεχειλίζουν κι εσένα. Δε σου ζητάνε τίποτα εκτός από τη συμμετοχή σου στη δική τους υπεράφθονη χαρά της ζωής.»
Αυτή ήταν η Ελλάδα που γνώρισε ο Χένρι Μίλερ, αυτοί ήσαν οι Έλληνες που έγραψαν το Έπος του 40’, αυτός ήταν ο Ελληνισμός που φώτιζε την ανθρωπότητα χιλιάδες χρόνια. Ο πανανθρώπινος εκείνος πολιτισμός, ο πολιτισμός του ανθρώπου, που ήξερε να μεταμορφώνει το φίδι από πίθηκο σε αετό. Και βασικό του χαρακτηριστικό ήταν το Φιλότιμο. Φιλότιμο, η αγάπη για την τιμή, την αξία, την ομορφιά, την αλήθεια, τη ζωή που βρίσκει νόημα και έμπνευση στην ένωση με το άλλο, στην υπέρβαση του εγωτικού ενστίκτου, στον έρωτα, στην προσφορά. Μοναδικά ελληνική η λέξη. Φιλότιμο, η θυσία του εαυτού, υπέρ του Χριστού, υπέρ της ανθρωπότητας, για την πατρίδα και τον πλησίον, για τη χαρά της Ζωής. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, όμως, εμείς οι Νεοέλληνες, αντικαταστήσαμε το Φιλότιμο με τη Φιλαυτία. Φιλαυτία, η άλογη αγάπη προς το σώμα, η λατρεία του εγωτικού εαυτού και των ορέξεών του. Το σώμα, η υγεία του σώματος, είναι αναγκαία για να υπηρετεί την έμπνευση, τη δημιουργικότητα του ανθρώπου, όταν όμως από υπηρέτης γίνεται αφεντικό, όταν γίνεται αυτοσκοπός, χάνεται η αρμονία, η ομορφιά, το μέτρο και ο θνητός στερεύει, απορυθμίζεται, γίνεται φοβικός εγωιστής, κτηνώδης και ζωώδης. Κατηγορούμε τις Κυβερνήσεις μας ότι ξεπουλάνε τη χώρα σε ξένα οικονομικά συμφέροντα και ταυτόχρονα τα χρηματοδοτούμε με τις αγορές μας για να κερδίσουμε μισό ευρώ, ένα μπόνους ή κάποιο πρεστίζ.
Στέρεψε το Φιλότιμο αλλά δεν χάθηκε η ελπίδα. Υπάρχει ελπίδα, γίνεται, γίνεται να ξανακερδίσουμε τη χαμένη μας ελληνικότητα, για καλό δικό μας και της ανθρωπότητας, και τότε θα πάψουν να ακούγονται εξωπραγματικά εκείνα που είχε γράψει πριν από ενάμιση αιώνα περίπου, γύρω στα 1870, ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος και ευαίσθητος καλλιτέχνης, ο Φρίντριχ Νίτσε:
«Ο κόσμος μπορεί να είναι όσο θέλει σκοτεινός, αρκεί όμως να παρεμβάλλουμε ένα κομμάτι ελληνικής ζωής για να φωτιστεί αμέσως άπλετα» (Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Φιλοσοφίας, μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιου, εκδ. Μάρη Κοροντζή 1975, σελ. 15). «Οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας και κάθε άλλης κουλτούρας, αλλά σχεδόν πάντα τα άρματα και τα άλογα είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους Έλληνες, οι οποίοι, παίζοντας, οδηγούν το άρμα στην άβυσσο, και καθώς αυτό γκρεμίζεται, οι ίδιοι τους, εύκολα υπερπηδούν την άβυσσο μ’ ένα άλμα σαν του Αχιλλέα» (Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Βάνιας 2008, σελ. 143-144). «Οι Έλληνες, ακριβώς κατά τις περιόδους της διάλυσης και της αδυναμίας τους, γίνονταν όλο και πιο αισιόδοξοι, ... όλο και πιο ευδιάθετοι» (Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Βάνιας 2008, σελ. 39-40).
Όταν ξανακερδίσουμε τη χαμένη μας ελληνικότητα, όταν ξαναγίνουμε φορείς εκείνου του πανανθρώπινου πολιτισμού που ήξερε να μετατρέπει την πέτρα σε φως, του πολιτισμού που έπλασε, που σφυρηλάτησε, τους ήρωες του Έπους του 40’, δίκαια και ρεαλιστικά, όμορφα κι ωραία, αρμονικά, για το καλό της ανθρωπότητας, του κόσμου όλου, θα μπορούμε να βροντοφωνάζουμε και πάλι, εκ βάθους καρδίας και με στεντόρεια τη φωνή: