Δεν είναι ανάγκη να διαβάσει κανείς όλα τα έργα το Βιττγκενστάιν. Σημαντικά είναι τα επιγράμματά του και ότι έχει να κάνει με τη βιογραφία του. Ο Πετζίκης έλεγε ότι το επίγραμμα είναι η κουτσουλιά του πνεύματος … Ο Πετζίκης επέλεξε να σκοτώνει τη διάνοιά του με τη ψηφαρίθμηση. Ο Βιττγκενστάιν πετυχαίνει να σκοτώνει τον φιλοσοφικό ίστρο με το στραμπούλιγμα του μυαλού στα δύσβατα και «πληκτικά μέχρι δακρύων» μονοπάτια των συλλογισμών του. Δεν υπάρχει λόγος να ακολουθήσουν όλοι το ίδιο μαρτύριο. Κάθε κατσίκι από το ποδάρι του κρέμεται και δύναται να επιλέγει το δικό του δρόμο προς το θάνατο ... Ο Πόππερ προφανώς απεχθάνεται τούτο το θάνατο. I - 1889-1919 Ο Ludwig Josef Johann Wittgenstein γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1889. Ήταν το όγδοο και τελευταίο παιδί μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες της Βιέννης των Αψβούργων. Ο προπάππους του Moses Maier, που εργαζόταν ως διαχειριστής της κτηματικής περιουσίας της πριγκιπικής οικογένειας Seyn-Wittgenstein υιοθέτησε το όνομα των εργοδοτών του το 1808, όταν ο Ναπολέων υποχρέωσε τους Εβραίους να έχουν ένα επιπλέον επώνυμο. Ο παππούς του Hermann Christian Wittgenstein απαγόρευε ρητά στα παιδιά του να παντρευτούν με Εβραίους. Η κουλτούρα τους ήταν εξ ολοκλήρου γερμανική. Ο πατέρας του Karl Wittgenstein έφυγε από το σπίτι του πήγε στην Αμερική, επέστρεψε στην Βιέννη έκανε τεράστια περιουσία και το 1898 αποτραβήχτηκε ξαφνικά από τις επιχειρήσεις. Μητέρα του ήταν η Leopoldine (Poldy) Kalmus. Τα οκτώ παιδιά τους βαφτίστηκαν καθολικά. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του ο Hans και ο Rudolf δεν άντεξαν τις πιέσεις του Karl να γίνουν επιχειρηματίες και αυτοκτόνησαν. Ο άλλος αδελφός του ο Kurt αυτοκτόνησε στην διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Αυτοπυροβολήθηκε όταν οι άνδρες που διοικούσε στο στρατό αρνήθηκαν να υπακούσουν στις διαταγές του. Πολυάριθμοι στρατιώτες ενώθηκαν σε μεγάλες ομοεθνικές ομάδες, γύρισαν την πλάτη στον πόλεμο και πήγαν στα σπίτια τους για βοηθήσουν στην ίδρυση των νέων κρατών τους το φθινόπωρο του 1918 (σελ. 161). Ήταν σαν να βρισκόταν σε συνεχή και ισόβιο αγώνα κατά της ίδιας του της φύσης. … Το τελικό επίτευγμα θα ήταν, με την έννοια αυτή, να ξεπεράσει εντελώς τον εαυτό του –μια μεταστροφή που θα καθιστούσε την ίδια τη φιλοσοφία περιττή. Ο Wittgenstein ως παιδί ήταν αξιαγάπητος και βολικός, πρόθυμος να ευχαριστεί τους πάντες, να προσαρμόζεται. (σελ. 4). Τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν για τους άψογους τρόπους του, τη διακριτικότητά του και την προθυμία του να εξυπηρετεί τους άλλους. Πάντως ήταν σίγουρος ότι, όσο έδειχνε ενδιαφέρον για τεχνικά θέματα, ο πατέρας του θα τον υποστήριζε και θα τον ενθάρρυνε. (σελ. 14). Οι πιέσεις που δεχόταν για να ευθυγραμμίζεται πάντα με τις επιθυμίες των άλλων δεν προέρχονταν μόνο από το περιβάλλον του αλλά κι απ’ αυτόν τον ίδιο. … Άφησε τους άλλους να νομίζουν ότι είχε μια φυσική ροπή για τεχνικά θέματα, που τον καθιστούσαν κατάλληλο για το επάγγελμα που ο πατέρας του τον προόριζε. Ο ίδιος πίστευε ότι δεν είχε «ούτε ενδιαφέρον, ούτε ταλέντο» για μηχανικός. Η στάση του όμως έκανε την οικογένειά του να υποθέτει ότι ο νεαρός Ludwig είχε και τα δύο. (σελ. 15). Ήταν περίπου 8-9 χρονών όταν κοντοστάθηκε στο κατώφλι κάποιας πόρτας και αναρωτήθηκε: «Γιατί να λέει κανείς την αλήθεια, όταν τον συμφέρει το ψέμα;» Κατέληξε ότι τελικά δεν είναι διόλου λάθος να ψεύδεται κανείς σε μια τέτοια περίπτωση. «Αν με αποκαλούσες αναζητητή της αλήθειας», έγραψε μια φορά στην αδελφή του (η οποία σε ένα γράμμα της τον αποκαλεί μεγάλο φιλόσοφο), «θα ήμουν ικανοποιημένος». (σελ. 3). Η ανειλικρίνεια που είχε κατά νουν δεν ήταν η συνηθισμένη· εκείνη που σου επιτρέπει, ας πούμε, να κλέψεις κάτι και μετά να το αρνηθείς, αλλά μια πιο ραφινάτη, η οποία συνίσταται, για παράδειγμα, στο να λες κάτι επειδή είναι το προσδοκώμενο κι όχι επειδή είναι η αλήθεια. Αυτή η προθυμία του να ενδίδει σε αυτού του τύπου την ανειλικρίνεια ήταν, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που τον διέκρινε από τα άλλα του αδέλφια. … Αυτός και ο αδελφός του ο Paul ήθελαν να γραφτούν σ’ ένα γυμναστικό σύλλογο της Βιέννης, αλλά ανακάλυψαν ότι ο σύλλογος (όπως και οι περισσότεροι εκείνη την εποχή) ήταν αποκλειστικά για όσους είχαν αρία καταγωγή. Προκειμένου να γίνει μέλος, ο Ludwig ήταν έτοιμος να πει ψέματα για την εβραϊκή καταγωγή του, ενώ ο Paul δεν ήταν. (σελ. 15). Έτσι ο Ludwig δεν πήγε στο σχολείο όπου φοιτούσε ο Paul, στη Βιέννη, αλλά στην περισσότερο τεχνική και λιγότερο θεωρητική Realschule, στο Linz. Φοίτησε τρία χρόνια από το 1903 μέχρι το 1906. Εκεί φοίτησε και ο Adolf Hitler (τις χρονιές 1904 και 1905 φοιτούσαν παράλληλα) ο οποίος αν και συνομήλικός του πήγαινε δύο τάξεις παρακάτω. Οι μαθητικοί έλεγχοι του Wittgenstein δείχνουν ότι γενικά ήταν ένας αδύναμος μαθητής. Σε μια κλίμακα από το Α μέχρι το Ε, είχε καταφέρει να πάρει Α μόνο δύο φορές κι αυτές στα Θρησκευτικά. Στα περισσότερα μαθήματα η βαθμολογία ήταν Γ ή Δ. (σελ. 16). «Η βελτίωση του εαυτού σου» θα έλεγε αργότερα ο Wittgentein σε πολλούς από τους φίλους του «είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις για να βελτιώσεις τον κόσμο». (σ. 18). Από το 1906 μέχρι το 1908 σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Την άνοιξη του 1908 πήγε στο Manchester για να σπουδάσει αεροναυπηγική. Το φθινόπωρο γράφτηκε στο τμήμα Μηχανικών. Το καλοκαίρι του 1911 τερμάτισε την καριέρα του στην αεροναυπηγική και σε μια κατάσταση «συνεχούς απερίγραπτης και σχεδόν αρρωστημένης διανοητικής ταραχής» κατέστρωσε τα σχέδια για ένα μελλοντικό βιβλίο στη φιλοσοφία (σελ. 37). Πήγε στο Cambridge κοντά στον Russell. Γράφει ο Russell: «Ο Γερμανός φίλος μου πάει να μου γίνει βάσανο· με ακολούθησε μετά το μάθημα επιχειρηματολογώντας μέχρι την ώρα του βραδινού φαγητού –επίμονος και ξεροκέφαλος, αλλά καθόλου ανόητος, νομίζω» (19-10-1911). «Ο Γερμανός μηχανικός μου είναι πνεύμα αντιλογίας και φοβερά κουραστικός. Δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι ήταν σίγουρο πως δεν υπήρχε ρινόκερος στην αίθουσα … Ήρθε πάλι και άρχισε τα επιχειρήματα». (1-11-1911) (σελ. 41). Η αντίληψη που εδώ υποστήριζε με τόση θέρμη προαγγέλλει την πρώτη πρόταση του Tractatus: «Ο κόσμος είναι το σύνολο των γεγονότων και όχι των αντικειμένων». «Ο Γερμανός μου δεν ξέρει τι να διαλέξει: φιλοσοφία ή αεροπλοΐα; Με ρώτησε σήμερα αν τον θεωρούσα εντελώς ακατάλληλο για την φιλοσοφία και του είπα ότι δεν ξέρω … Πιστεύει ότι δεν θα πρέπει να αφιερωθεί σ’ αυτήν αν δεν έχει κάποιο ταλέντο». (27-11-1911) (σελ. 42). «Τον συμπαθώ πολύ και νομίζω ότι θα λύσει τα προβλήματα που εγώ, λόγω ηλικίας, δεν μπόρεσα να λύσω. … Είναι εκείνος ακριβώς ο νέος, που ελπίζει κανείς να συναντήσει». (σελ. 43). Ο Russell κανόνισε να πάρει ο Wittgenstein ιδιαίτερα μαθήματα μαθηματικής λογικής από τον W. E. Johnson. «Ενώ καθόμουν εμφανίστηκε ο Wittgenstein σε κατάσταση μεγάλης ταραχής, γιατί ο Johnson του έγραψε ότι δεν ήθελε πια να τον έχει μαθητή, διότι, αντί να μαθαίνει, σαν καλό παιδί, το μάθημά του, επιχειρηματολογούσε συνεχώς. Εδώ που τα λέμε είναι φοβερά ξεροκέφαλος, δεν αφήνει τον άλλον να σταυρώσει κουβέντα και, εν γένει, θεωρείται κουραστικός. Καθώς όμως τον συμπαθώ πάρα πολύ κατόρθωσα να του μεταφέρω όλ’ αυτά, χωρίς να τον προσβάλλω». (σελ. 44). Ο θαυμασμός του Russell για τον Wittgenstein δεν είχε όρια. Έβλεπε στον Wittgenstein τον “ιδανικό μαθητή”, κάποιον που «δείχνει την απεριόριστη εκτίμησή του ενώ συνάμα κάνει την πιο σφοδρή και πνευματώδη κριτική». Πράγματι, «έχει περισσότερο πάθος για τη φιλοσοφία απ’ ό,τι εγώ· οι χιονοστιβάδες του κάνουν τις δικές μου να μοιάζουν με απλές χιονόμπαλες». «Έχει την ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη, διαισθητική και μελαγχολική. Λέει ότι κάθε πρωί αρχίζει τη δουλειά του με ελπίδες και τα βράδια την τελειώνει απελπισμένος –εξοργίζεται, όπως ακριβώς κι εγώ, όταν δεν καταλαβαίνει κάτι». (16-3-1912) (σελ. 45). «Όταν επιχειρηματολογεί, ξεχνάει τις ευγένειες και τα λέει “έξω από τα δόντια”»: «Κανείς δεν θα μπορούσε να είναι πιο ειλικρινής από τον Wittgenstein ή πιο αποδεσμευμένος από την ψεύτικη ευγένεια που παραμορφώνει την αλήθεια. Αφήνει όμως τα συναισθήματά του και τη διάθεσή του να φανούν· κι αυτό σου ζεσταίνει την καρδιά. (10-3-1912). Όταν ο Wittgenstein συνάντησε έναν φοιτητή που ήταν και μοναχός, ο Russell ανέφερε χαρούμενος στην Ottoline, ότι ο Wittgenstein ήταν «πιο σκληρός από μένα με τους Χριστιανούς»: Του άρεσε ο Farmer, ο φοιτητής μοναχός, και έφριξε όταν έμαθε πως ήταν μοναχός. Ο Farmer πήγε σπίτι του για τσάι και ο Wittgenstein του επιτέθηκε αμέσως – λυσσαλέα. Χθές επανήλθε στις κατηγορίες του, χωρίς επιχειρήματα απλώς κηρύσσοντας εντιμότητα». (17-3-1912). Ο Wittgenstein κήρυσσε εντιμότητα όχι επειδή απεχθανόταν την ηθική υπό την έννοια ότι υποστήριζε το δικαίωμα στην ανηθικότητα. Απλώς υποστήριζε μιαν ηθικότητα που εδράζεται στην ακεραιότητα του χαρακτήρα, στην ειλικρίνεια απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό κι όχι μια που μας επιβάλλεται έξωθεν, από κανόνες, αρχές και καθήκοντα. (σελ. 46). «Ο Wittgenstein θύμωσε πολύ και του είπε να διαβάσει κανένα καλό βιβλίο για οποιαδήποτε θετική επιστήμη, για να καταλάβει τι σημαίνει τίμια σκέψη. Φυσικά, αυτό ήταν καλό για τον Farmer –όπως και για οποιονδήποτε άλλον, ο Wittgenstein όμως ήταν πολύ αυταρχικός και είπε στον Farmer τι ακριβώς σκεφτόταν γι’ αυτόν. Του μιλούσε λες και ήταν ο Διευθυντής Σπουδών! Ο Farmer το πήρε ελαφρά, πεπεισμένος προφανώς ότι ο Wittgenstein είναι παλαβός». (9-11-1912) (σελ. 68). Πάνω στο «τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή;». «… Συνέχισε μετά να λέει πόσο λίγοι ήταν εκείνοι που δεν είχαν χάσει την ψυχή τους. Του είπα ότι αυτό εξαρτάται απ’ το αν έχεις κάποιο μεγάλο σκοπό στην ζωή σου, στον οποίο να πιστεύεις. Μου είπε ότι, κατά τη γνώμη του, αυτό εξαρτάται περισσότερο απ’ τα βάσανα και τη δύναμη να τα υπομένεις. Τα έχασα –δεν περίμενα τέτοια απάντηση από αυτόν». (30-5-1912) Κατά την διάρκεια κάποιων διακοπών του στην Βιέννη, άλλαξε η περιφρονητική στάση του απέναντι στη θρησκεία, όταν είδε ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο Die Kreuzelschreïber “Οι αναλφάβητοι”. Πρόκειται για μια κωμωδία. Σ’ αυτό το έργο περιέχεται η περίφημη φράση “τίποτε δεν μπορεί να σου συμβεί”(σελ. 53). Ήταν ένα μέτριο έργο όμως η φράση εξέφραζε την άποψη ότι ανεξάρτητα απ’ το τι συνέβαινε στον κόσμο, τίποτε δεν θα μπορούσε να συμβεί σ’ αυτόν. Αυτός ήταν ανεπηρέαστος από τη μοίρα και τις περιστάσεις. Τότε ήταν που αντιλήφθηκε, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα της θρησκείας. Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του συνέχισε να θεωρεί την αίσθηση του να είσαι «απολύτως ασφαλής» (ελεύθερος από το περιβάλλον), ως υποδειγματική περίπτωση θρησκευτικής εμπειρίας. Μερικούς μήνες μετά από την επίθεση στον μοναχό-φοιτητή διάβασε το Varieties of Religious Experience του William James και είπε στον Russell: «Αυτό το βιβλίο μου κάνει πολύ καλό. Δεν θέλω να πω ότι σύντομα θα αγιάσω αλλά ότι νομίζω πως με βελτιώνει λιγάκι στα σημεία εκείνα που πάντα επιθυμούσα πάρα πολύ να βελτιωθώ. Συγκεκριμένα, νομίζω ότι με βοηθάει να απαλλαγώ από τη Sorge (άγχος, μέριμνα, ανησυχία, αγωνία)». Συζητούσαν τα βιβλίο του Dickens, David Copperfield. Ο Wittgenstein υποστήριζε ότι ήταν λάθος του Copperfield να μαλώσει με τον Steerforth επειδή το έσκασε με τη μικρή Emily. Ο Russell απάντησε ότι κι αυτός, σε ανάλογη περίπτωση, το ίδιο θα έκανε. Ο Wittgenstein «πληγώθηκε πολύ και αρνούνταν να το πιστέψει. Πιστεύει ότι μπορούμε και πρέπει να είμαστε πιστοί στους φίλους μας και να εξακολουθούμε να τους αγαπάμε». Τότε ο Russell τον ρώτησε πως θα αισθανόταν αν ήταν παντρεμμένος κι η γυναίκα του τόσκαγε με κάποιον άλλον: «Ο Wittgenstein είπε (και τον πιστεύω) ότι δεν θα αισθανόταν ούτε οργή ούτε μίσος, παρά μόνο απέραντη δυστυχία. Είναι από τη φύση του πέρα για πέρα καλός. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη ηθικών κανόνων. Είχα κάνει μεγάλο λάθος στην αρχή: θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε μεσ’ απ’ το πάθος του, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι ανήθικο εν ψυχρώ. Έχει πολύ (σελ. 54) ελεύθερες αντιλήψεις. Αρχές και τέτοια δεν έχουν νόημα γι’ αυτόν». Ο Russell άργησε να καταλάβει ότι η έμφαση που ο Wittgenstein έδινε στην προσωπική ολοκλήρωση δεν ήταν κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με την ηθικότητα, αλλά κάτι το οποίο όριζε μια διαφορετική ηθικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Russell πίστευε ότι η εξασφάλιση της ψυχής εξαρτιόταν από «κάποιο σκοπό, στον οποίο να πιστεύεις» είχε, δηλαδή την τάση ν’ αναζητάει στηρίγματα έξω απ’ τον εαυτό του. Ο Wittgenstein υποστηρίζει ότι αυτό έχει να κάνει μόνο με τον εαυτό του -με τις ιδιότητες που θα ανακαλύψει εντός του. «Αυτό εξαρτάται περισσότερο απ’ τα βάσανα και τη δύναμη να τα υπομένεις». Αν έχεις αγνή ψυχή (η ασυνέπεια απέναντι σε ένα φίλο είναι κάτι που θα μπορούσε να τη μολύνει) δεν έχει σημασία τι συμβαίνει «έξω» από σένα. Ακόμη κι αν η γυναίκα σου το σκάσει με κάποιον άλλο τίποτε δεν μπορεί να συμβεί στον εαυτό σου. Επομένως, εκείνο που θα έπρεπε πρωτίστως να μας απασχολεί δεν είναι τα εξωτερικά γεγονότα αλλά ο εαυτός μας. Γι’ αυτό η Μέριμνα, το Άγχος που μας εμποδίζει ν’ αντικρίσουμε τον κόσμο με ηρεμία, είναι κάτι που θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο από οποιαδήποτε συμφορά μας λαχαίνει εξαιτίας των πράξεων των άλλων. (σελ. 55). «Ανησυχώ σοβαρά ότι κανείς δεν θα αντιληφθεί τη σημασία των όσων γράφει, επειδή δεν θέλει να τα υποστηρίξει με επιχειρήματα που να στρέφονται κατά διαφορετικών απόψεων». Όταν ο Russell του είπε ότι δεν έφτανε να εκθέτει τις απόψεις του, αλλά έπρεπε και να επιχειρηματολογεί γι’ αυτές, αυτός απάντησε πως τα επιχειρήματα θα κατέστρεφαν την ομορφιά των απόψεών του. Θα ήταν σαν να λέρωνε ένα λουλούδι πιάνοντας το με βρώμικα χέρια. (σελ. 56). Μια και ο Wittgenstein πήρε τη σκυτάλη της λογικής από τον Russell (ο Wittgenstein ήταν ακόμη 24 χρονών και, επισήμως, ένας φοιτητής επί πτυχίω), του ζητήθηκε να κάνει παρουσίαση ενός εγχειριδίου Λογικής – του Science of Logic του P. Coffey- για το Cambridge Review. Αυτή είναι η μόνη βιβλιοκρισία που δημοσίευσε: «Σε κανέναν άλλον κλάδο της γνώσης δεν μπορεί ένας συγγραφέας να αγνοήσει τα αποτελέσματα της τίμιας έρευνας με τέτοια ατιμωρησία, όπως στη φιλοσοφία και στη λογική. Αυτή η κατάσταση ευνοεί την έκδοση βιβλίων, όπως το «Science of Logic» του P. Coffey. Μόνο ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της δουλειάς πολλών σημερινών θεωρητικών της λογικής, αξίζει το βιβλίο αυτό κάποια προσοχή. Ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί τη λογική των σχολαστικών φιλοσόφων και πέφτει στα ίδια με εκείνους σφάλματα … Ο συγγραφέας δεν μπήκε στον κόπο να αναφερθεί στο σημαντικό έργο των συγχρόνων θεωρητικών της μαθηματικής λογικής –ένα έργο που έδωσε στη Λογική μιαν ώθηση η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη που μετέτρεψε την Αστρολογία σε Αστρονομία και την Αλχημεία σε Χημεία. Ο κ. Coffey, όπως πολλοί θεωρητικοί της λογικής, αποκομίζει μεγάλα οφέλη από τον ασαφή τρόπο με τον οποίον εκφράζεται. Γιατί αν δεν ξέρεις πότε εννοεί «Ναι» και πότε «Όχι», είναι δύσκολο να τον αντιμετωπίσεις με επιχειρήματα». «Το χειρότερο με τα βιβλία αυτού του είδους είναι ότι στρέφουν νουνεχείς ανθρώπους εναντίον της σπουδής της Λογικής». Μάλλον εννοούσε άτομα με κάποια παιδεία στα μαθηματικά και στις θετικές επιστήμες, σε αντίθεση με την κλασσική παιδεία. Όπως έλεγε και ο Russell «πιστεύω ότι ορισμένοι μαθηματικοί έχουν πολύ περισσότερες ικανότητες για φιλοσοφική σκέψη … Μέχρι τώρα, εκείνοι που γοητεύονταν από τη φιλοσοφία ήταν, ως επί το πλείστον, οι οπαδοί των μεγάλων γενικεύσεων (δογματικοί), οι οποίες ήταν όλες λάθος, έτσι ώστε λιγοστοί άνθρωποι με θετικό πνεύμα αποφάσιζαν να σπουδάσουν φιλοσοφία. Από παλιά, ήταν ένα από τα όνειρά μου να ιδρύσω μια μεγάλη σχολή φιλοσόφων με μαθηματική σκέψη … Ο Wittgenstein είναι ακριβώς το όνειρό μου». (σελ. 77). Εκείνο το καλοκαίρι, ο Wittgenstein άσκησε αποφασιστική επιρροή στην εξέλιξη του Russell ως φιλοσόφου –κυρίως με το να υπονομεύσει την πίστη του στην ίδια του την κρίση. Όταν ο Russell, τρία χρόνια μετά, αναφέρθηκε σ’ αυτό το γεγονός, το περιέγραψε ως «ένα γεγονός που είχε τεράστια σημασία για τη ζωή μου, επηρέασε οτιδήποτε έκανα έκτοτε». «Θυμάσαι, τότε που έγραφα ένα σωρό πράγματα περί Θεωρίας της Γνώσης, για τα οποία ο Wittgenstein μου είχε ασκήσει δριμύτατη κριτική; … Έβλεπα πως είχε δίκιο και πως δεν είχα πια ελπίδες να κάνω σημαντική δουλειά στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφική μου παρόρμηση συντρίφτηκε σαν το κύμα που διαλύεται σε χίλια κομμάτια καθώς πέφτει πάνω στον κυματοθραύστη» (σελ. 83). Όταν ο Wittgenstein κατάφερε τελικά να διατυπώσει τις αντιρρήσεις του γραπτώς, ο Russell παραδέχτηκε την ήττα του ανεπιφύλακτα. «Λυπάμαι που ακούω πως οι αντιρρήσεις μου στην θεωρία σου για τις κρίσεις σε παραλύουν», έγραφε ο Wittgenstein. (σελ. 84). Ο Russell κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν πια ικανός να συνεισφέρει στη φιλοσοφία. … Δεν ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή του στη δουλειά του, παρά μόνο όταν ο Wittgenstein έφυγε απ’ τη ζωή του. Είναι αποκαλυπτικό της γενναιοδωρίας του πνεύματος του Russell το γεγονός ότι, ενώ είχε καταστραφεί από την κριτική του Wittgenstein εν τούτοις χάρηκε όταν έμαθε από τον Wittgenstein ότι η δική του δουλειά πήγαινε καλά. (σελ. 85). Γράφει ο φίλος Pinsent: «Η δουλειά του Wittgenstein είναι όντως καταπληκτική. Πιστεύω πραγματικά ότι, επιτέλους, τα βαλτοτόπια της φιλοσοφίας αποκρυσταλλώνονται σε μιαν αυστηρή θεωρία της Λογικής –το μόνο κομμάτι της φιλοσοφίας για το οποίο ο άνθρωπος έχει δυνατότητα ν’ αποκτήσει γνώση. Η Μεταφυσική και τα λοιπά παρεμποδίζονται από την παντελή έλλειψη δεδομένων» (σελ. 86). Στο τέλος των διακοπών ο Wittgenstein «ανακοίνωσε ξαφνικά ένα πολύ ανησυχητικό σχέδιο»: «Θα αυτοεξοριζόταν και θα πήγαινε να ζήσει για μερικά χρόνια μακριά απ’ όλους τους γνωστούς του –για παράδειγμα στη Νορβηγία. Θα έμενε ολομόναχος με τον εαυτό του –σαν ερημίτης- και δεν θα ασχολούνταν με τίποτε άλλο εκτός από τη λογική. … Πιστεύει ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες, θα κάνει απείρως περισσότερη και καλύτερη δουλειά απ’ ό,τι στο Cambridge» (σελ. 91). Ο Russell προσπαθούσε να αποτρέψει τον Wittgenstein από το να πάει στην Νορβηγία για να ζήσει εκεί απομονωμένος για δύο χρόνια. «Του είπα ότι θα είναι σκοτεινά και απάντησε ότι αντιπαθεί το φως της μέρας. Του είπα ότι η ζωή θα είναι μοναχική και απάντησε ότι εκπορνεύει το μυαλό του μιλώντας σε έξυπνους ανθρώπους. Του είπα πως ήταν τρελός και είπε ο Θεός να τον φυλάει απ' τη σωφροσύνη» (13-10-1913) (σελ. 93). «Στη φιλοσοφία δεν υπάρχουν συμπεράσματα: η φιλοσοφία είναι καθαρά περιγραφική. Η φιλοσοφία δεν δίνει εικόνες της πραγματικότητας. Η φιλοσοφία δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ή ν’ αναιρέσει την επιστημονική έρευνα. Η φιλοσοφία αποτελείται από λογική και μεταφυσική: η λογική είναι η βάση της. Η γνωσιοθεωρία είναι η φιλοσοφία της ψυχολογίας. Η δυσπιστία στη γραμματική είναι η πρώτη προϋπόθεση του φιλοσοφείν». (Notes on Logic) (σ. 95) Είτε βρέχει είτε δεν βρέχει. ΑΛΗΘΗΣ. ΤΑΥΤΟΛΟΓΙΑ. Και βρέχει και δεν βρέχει. ΨΕΥΔΗΣ. ΑΝΤΙΦΑΣΗ. Αν τώρα είχαμε μια μέθοδο που θα καθόριζε πότε και αν μια δεδομένη πρόταση είναι ταυτολογία, αντίφαση ή τίποτε από τα δύο, τότε θα είχαμε έναν μοναδικό κανόνα για τον καθορισμό όλων των προτάσεων της λογικής. Η έκφραση του κανόνα αυτού με μια πρόταση θα απεδείκνυε ότι το άπαν της λογικής συνάγεται από μίαν απλή (πρωταρχική) πρόταση. (σ. 97) «Όλες οι προτάσεις της λογικής είναι γενικεύσεις ταυτολογιών και όλες οι γενικεύσεις των ταυτολογιών είναι προτάσεις της λογικής. Δεν υπάρχουν άλλες λογικές προτάσεις». (σ. 98) «Λογική και ηθική είναι κατά βάσιν το ίδιο πράγμα: τίποτε περισσότερο από το χρέος μας απέναντι στον εαυτό μας». (σ. 99) «Οι λεγόμενες λογικές προτάσεις δείχνουν τις λογικές ιδιότητες της γλώσσας και επομένως του κόσμου· δεν λένε τίποτε». (σ. 104) Ο Wittgenstein έφθασε στο Hochreit προς το τέλος του Ιουνίου του 1914. Στις 14 Ιουλίου ο Wittgenstein έγραψε στον Ficker (συγγραφέα και εκδότη που δεν τον γνώριζε προσωπικά), προσφερόμενος να του μεταβιβάσει το ποσό των 100.000 κορωνών (σήμερα 18 έως 23 εκατομμύρια δραχμές), για να το διανείμει «στους Αυστριακούς καλλιτέχνες που δεν έχουν πόρους» (σελ. 109). Ο Wittgenstein (λέει ο Ficker) του θύμιζε προσωπικότητες όπως του Αλιόσα στους Αδελφούς Καραμαζόφ ή του Μίσκιν στον Ηλίθιο: «με την πρώτη ματιά, σου έδινε την εικόνα μιας ανήσυχης μοναξιάς» (σελ. 110). Οι τρεις κύριοι ευεργετούμενοι θα ήταν: Rainer Maria Rilke, Georg Trakl και Carl Dallago. Θα έπαιρναν, ο καθένας τους, 20.000 κορώνες. Ο Rilke ήταν ένας από τους λίγους μοντέρνους ποιητές που, ο Wittgenstein εθαύμαζε, και έτσι καλοδέχτηκε την πρόταση του Ficker. Είναι πολύ αμφίβολο αν γνώριζε τη δουλειά των περισσοτέρων καλλιτεχνών που βοήθησε και ακόμη πιο αμφίβολο ότι θα τη θαύμαζε αν τη γνώριζε (σελ. 111). Περιέγραψε το ευχαριστήριο γράμμα του Rilke ως «ευγενικό» και «αρχοντικό»: «Το γράμμα με συγκίνησε και με ευχαρίστησε βαθιά. Η αγάπη κάθε ευγενικής ανθρώπινης ύπαρξης αποτελεί στήριγμα στην ασταθή ισορροπία της ζωής μου. Είμαι εντελώς ανάξιος γι’ αυτό το λαμπρό δώρο που θα φέρω στην καρδιά μου ως δείγμα και ενθύμιο της αγάπης αυτής. Θα θέλατε να μεταφέρετε τις εκ βάθους καρδίας ευχαριστίες μου και την ειλικρινή μου αφοσίωση στον Rilke» (σελ. 112). Στις 28 Ιουλίου 1914 η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας. Ο Wittgenstein κατετάγη εθελοντής στον αυστριακό στρατό, μια και η κήλη που είχε πάθει τον προηγούμενο χρόνο τον είχε απαλλάξει από την υποχρεωτική θητεία. Πίστεψε ότι η εμπειρία της αντιμετώπισης του θανάτου θα μπορούσε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να τον βελτιώσει (σελ. 114). «Τώρα έχω την ευκαιρία να γίνω ένα αξιοπρεπές ανθρώπινο πλάσμα γιατί στέκομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο». «Ίσως η εγγύτητα του θανάτου να ρίξει φως στη ζωή μου. Ας με φωτίσει ο Θεός». (σελ. 115) Τους συναδέλφους του από την πρώτη στιγμή τους χαρακτήρισε ως «ένα τσούρμο εγκληματίες. Δεν έχουν ενθουσιασμό για τίποτε· απίστευτα ωμοί, ηλίθιοι και μοχθηροί» (σελ. 117). Τον πρώτο του μήνα στη Γαλικία, μπήκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όπου βρήκε ένα μοναδικό βιβλίο: το Gospel in Brief του Τολστόι. Το βιβλίο τον σαγήνευσε. Έγινε ένα είδος φυλαχτού γι’ αυτόν: το έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε και το διάβαζε τόσο συχνά που έφτασε να ξέρει ολόκληρα αποσπάσματα απ’ έξω. Οι συνάδελφοί του τον αποκαλούσαν «εκείνος με τα Ευαγγέλια». Για κάμποσο καιρό –αυτός που πριν από τον πόλεμο είχε εντυπωσιάσει τον Russell επειδή ήταν «πιο σκληρός με τους Χριστιανούς» κι από τον ίδιο τον Russell- έγινε όχι μόνο πιστός αλλά και ευαγγελιστής, συνιστώντας το Gospel του Τολστόι σε κάθε απελπισμένο. «Αν δεν το γνωρίζετε δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς μπορεί να επηρεάσει έναν άνθρωπο». (σελ. 118). Καθώς η λογική και ο στοχασμός γύρω απ’ τον εαυτό του δεν ήταν παρά δύο όψεις του μοναδικού «καθήκοντος απέναντι στον εαυτό του», ήταν επόμενο ότι η θερμή αυτή πίστη θα επηρέαζε το έργο του. Και πράγματι το επηρέασε –μεταφορτώνοντας το, από ανάλυση του λογικού συμβολισμού στο πνεύμα των Frege και Russell, στο περίεργο υβριδικό έργο που γνωρίζουμε σήμερα, το οποίο, ως γνωστόν, συνδυάζει τη λογική θεωρία με τον θρησκευτικό μυστικισμό. Η επίδραση όμως αυτή δεν θα γινόταν εμφανής, παρά μετά από μερικά χρόνια. Τους πρώτους μήνες του πολέμου, η πνευματική τροφή που ο Wittgenstein αντλούσε από το Gospel του Τολστόι «του κρατούσε ζωντανό», με την έννοια ότι του φώτιζε, όπως το θέτει ο ίδιος, την εξωτερική εμφάνιση, «έτσι ώστε ν’ αφήσει ανενόχλητο το εσωτερικό του είναι». Του επέτρεπε, μ’ άλλα λόγια να εφαρμόσει στην πράξη … την ιδέα πως ό,τι κι αν συνέβαινε «εξωτερικά», τίποτε δεν μπορούσε να επηρεάσει αυτόν, το εσώτατο είναι του. Εξ ου και οι επαναλαμβανόμενες παρακλήσεις στον Θεό, που βρίσκουμε στο ημερολόγιό του, να βοηθήσει να μη «χάσει τον εαυτό του». Αυτό, για τον Wittgenstein, ήταν πολύ σημαντικότερο απ’ το να μείνει ζωντανός. Όσα συνέβαιναν στο κορμί του ήταν –ή πίστευε πως έπρεπε να είναι- αδιάφορα. «Αν είναι σήμερα να φτάσω στο τέρμα της ζωής μου», έγραφε στις 13 Σεπτεμβρίου (μια μέρα που, απ’ ό,τι ακουγόταν, οι Ρώσοι προέλαυναν εναντίον τους), «είθε να έχω έναν καλό θάνατο με τον εαυτό μου ακέραιο. Είθε να μη χάσω ποτέ τον εαυτό μου» (13-9-1914). Τον Νοέμβριο έλεγε στον εαυτό του: «Σταμάτα να εξαρτάσαι απ’ τον εξωτερικό κόσμο και θα πάψεις να φοβάσαι όλα όσα συμβαίνουν σ’ αυτόν … Είναι x φορές ευκολότερο να είσαι ανεξάρτητος απ’ τα πράγματα παρά απ’ τους ανθρώπους. Αλλά θα πρέπει να είσαι ικανός και γι’ αυτό». (σελ. 119). Από τα ημερολόγια του Wittgenstein μπορούμε να τοποθετήσουμε την ημερομηνία γέννησης της Θεωρίας της Απεικονιστικότητας (η ιδέα ότι οι προτάσεις είναι εικόνες της πραγματικότητας την οποία περιγράφουν) της Γλώσσας γύρω στις 29 Σεπτεμβρίου 1914. Την ημέρα εκείνη έγραψε: «Μέσα στην πρόταση ένας κόσμος συντίθεται, τρόπον τινά, πειραματικά. (Όπως τότε στο δικαστήριο στο Παρίσι που έκαναν την αναπαράσταση ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος με κούκλες, …)». Την ονόμασε «Θεωρία της Λογικής Αναπαράστασης». «Αντί να πούμε “Αυτή η πρόταση έχει το τάδε νόημα”, μπορούμε να πούμε “Αυτή η πρόταση αναπαριστά την τάδε κατάσταση”. Την απεικονίζει λογικά. … Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί η πρόταση να είναι αληθής ή ψευδής. Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί με την πραγματικότητα μόνο με το να είναι εικόνα μιας κατάστασης». (σελ. 121). Μολονότι ο Wittgenstein ήταν «έντονα επηρεασμένος» απ’ την εχθρότητα που έτρεφε ο Nietzsche για τον χριστιανισμό, και παρόλο που ένιωθε αναγκασμένος να παραδεχθεί την ύπαρξη κάποιας αλήθειας στην ανάλυση του Nietzsche, ήταν ακλόνητος στην πίστη του πως «ο χριστιανισμός είναι, πραγματικά, ο μόνος σίγουρος δρόμος για την ευτυχία»: «Τι θα γινόταν όμως αν κάποιος απέρριπτε την ευτυχία αυτή: Δεν θα ήταν καλύτερα να πεθάνει κανείς δυστυχισμένος στον ανέλπιδο αγώνα κατά του εξωτερικού κόσμου; Αλλά μια τέτοια ζωή δεν έχει νόημα. Και γιατί να μη ζούμε μιαν α-νόητη ζωή; Είναι μήπως άξια περιφρόνησις;» (σελ. 605 υπ. 53/125 …στα γερμανικά… 8-12-1914) Ήδη απ’ αυτή την παρατήρηση μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο κοντά ήταν ο Wittgenstein, παρά την πίστη του, στην αποδοχή της άποψης του Nietzsche. Του αρέσει να συζητάει το θέμα με τους ψυχολογικούς όρους του Nietzsche. Δεν το βλέπει ως ερώτημα περί του αν ο χριστιανισμός είναι αληθής, αλλά περί του αν προσφέρει ή όχι κάποια βοήθεια στον αγώνα με μια κατά τα άλλα αβάσταχτη και δίχως νόημα ύπαρξη. Με τους όρους του William James, το ερώτημα είναι αν ο χριστιανισμός βοηθάει στη θεραπεία της «άρρωστης ψυχής». Και το «αυτός» εδώ δεν είναι μια πίστη, αλλά μια πρακτική, ένας τρόπος ζωής. Αυτό είναι ένα σημείο που ο Nietzsche εκφράζει πολύ ωραία: «Είναι λάθος, στα όρια του παραλόγου, να βλέπεις σε μια “πίστη”, όπως η πίστη της λύτρωσης δια του Χριστού, το διακριτικό γνώρισμα του Χριστιανού: μόνο η χριστιανική πρακτική, η ζωή που έζησε εκείνος που πέθανε στο Σταυρό, είναι χριστιανική … Ακόμη και σήμερα είναι δυνατή μια τέτοια ζωή, και για μερικούς ανθρώπους απαραίτητη: ο γνήσιος ο πρωτόγονος χριστιανισμός θα είναι πάντοτε δυνατός … Όχι μια πίστη αλλά ένα πράττειν, πάνω απ’ όλα ένα μη πράττειν πολλά πράγματα, ένα διαφορετικό είναι … Συνειδησιακές καταστάσεις, πίστες κάθε λογής, όπως λ.χ. το να υποστηρίζεις ότι κάτι είναι αληθές, είναι πράγματα εντελώς αδιάφορα και ασήμαντα … Η αναγωγή της χριστιανικότητας, του να είσαι Χριστιανός, στην πίστη ότι κάτι είναι αληθές, σε μια σκέτη φαινομενικότητα της συνείδησης, ισοδυναμεί με άρνηση της χριστιανικότητας». Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτό ήταν ένα απ’ τα αποσπάσματα του Αντίχριστου που έπεισε τον Wittgenstein ότι υπήρχε κάποια αλήθεια στο έργο (σελ. 125) του Nietzsche. Τους χειμωνιάτικους μήνες του 1914-1915 διαβάζουμε πολύ λίγα στο ημερολόγιο του Wittgenstein για την πίστη του. Δεν υπάρχουν άλλες επικλήσεις του Θεού για να του δίνει δύναμη ή σημειώσεις που να τελειώνουν με το «Γενηθήτω το θέλημά Σου». (σελ. 126). Η Hermine (αδελφή του) αναφερόμενη στις πολεμικές εμπειρίες του Wittgenstein γράφει για τις επανειλημμένες προσπάθειές του να μετατεθεί στο μέτωπο, καθώς και «για τις κωμικές παρεξηγήσεις που συνέβαιναν, επειδή οι στρατιωτικές αρχές με τις οποίες ερχόταν σε επαφή υπέθεταν ότι προσπαθούσε να πετύχει ευνοϊκή μετάθεση, ενώ αυτός επιζητούσε ένα πιο επικίνδυνο πόστο». (σελ. 129). … η ίδια η δυνατότητα της ανάλυσης απαιτούσε την ύπαρξη τέτοιων πραγμάτων, που θα μας παρείχαν την κοινή δομή γλώσσας και κόσμου, η οποία επιτρέπει στο ένα ν’ απεικονίζει το άλλο. (σ. 132) Τον Ιούλιο έλαβε ένα γράμμα από τον Ficker, που ήταν κι αυτός εκείνη την εποχή στον αυστριακό στρατό. Παραπονιόταν για αϋπνίες και πνευματική εξάντληση. Ήταν τόσο εξαντλημένος που δύσκολα κατάφερνε να διαβάσει ή να γράψει. Ο Wittgenstein απάντησε: «Ζείτε, όπως λέτε, στο σκοτάδι και δεν έχετε βρει τον σωτήριο Λόγο.Κι αν εγώ, που είμαι τόσο ριζικά διαφορετικός από σας, σας έδινα κάποια συμβουλή, θα φαινόταν ίσως εντελώς ηλίθιο. Εν πάση περιπτώσει, θα το αποτολμήσω. Γνωρίζετε το The Gospel in Brief του Τολστόι; Κάποιον καιρό το βιβλίο αυτό, κυριολεκτικά, με κράτησε ζωντανό. Τί θα λέγατε ν’ αγοράσετε το βιβλίο αυτό και να το διαβάσετε;! Αν δεν το έχετε διαβάσει, δεν μπορείτε να φανταστείτε τί επίδραση μπορεί να έχει σ’ έναν άνθρωπο». Η συμβουλή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό: «Ο Θεός να σας προστατεύει!», απάντησε ο Ficker. (σελ. 135). Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1915 η φιλία μεταξύ του Bieler (γιατρός του Ερυθρού Σταυρού) και του Wittgenstein ήταν μεγάλη παρηγοριά και για τους δύο. Ο Wittgenstein είπε μια φορά στον Bieler ότι θα γινόταν καλός μαθητής, αλλά δεν είχε τη στόφα του προφήτη. «Εγώ θα μπορούσα να πω γι’ αυτόν», γράφει ο Bieler, ότι «είχε όλα τα χαρακτηριστικά του προφήτη, αλλά κανένα του μαθητή». (σελ. 136). Στις 22-10-1915 ανακοινώνει στον Russell ότι απέκτησε τελική μορφή η πραγματεία του το Tractatus. Ήταν η πρώτη τελική μορφή. Στις 25-11 ο Russell απαντά: «Είμαι πολύ ευχαριστημένος που γράφεις μια πραγματεία με σκοπό να την εκδώσεις». Αν ο Wittgenstein είχε ακολουθήσει τη συμβουλή του Russell η δουλειά του θα είχε εκδοθεί το 1916 και θα περιείχε σχεδόν όλα όσα περιέχει το Tractatus εκτός απ’ τις παρατηρήσεις στο τέλος του βιβλίου που αφορούν την ηθική, την αισθητική, την ψυχή και το νόημα της ζωής. (σελ. 137). Με τον Bieler μιλούσαν για το Gospel του Τολστόι και τους Αδελφούς Καραμοζόφ του Ντοστογιέφσκι. Το τελευταίο ο Wittgenstein το διάβαζε τόσο συχνά, που ήξερε απ’ έξω ολόκληρα αποσπάσματα, και ιδιαίτερα τους λόγους του στάρετς Ζωσιμά, ο οποίος αντιπροσώπευε γι’ αυτόν έναν άγιο άνθρωπο που μπορούσε «να βλέπει κατευθείαν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων». (σελ. 139). Τον Μάρτιο του 1916 ο Wittgenstein μετατέθηκε στο μέτωπο ως απλός στρατιώτης (ένα χρόνο μετά την ημέρα υποβολής της αίτησης). Αποχαιρέτησε τον Bieler σαν κάποιος που δεν θα ξαναγύριζε ζωντανός: «Πήρε μαζί του μόνο τα απολύτως απαραίτητα … ανέφερε ότι είχε χτίσει ένα σπίτι δίπλα σ’ ένα νορβηγικό φιόρδ … ήθελε να μου το δώσει ως δώρο. Αρνήθηκα και πήρα ως δώρο ένα στυλό Waterman». Ένα από τα λιγοστά προσωπικά είδη που ο Wittgenstein πήρε μαζί του, ήταν το Αδελφοί Καραμαζόφ. Στις 29 Μαρτίου έγραφε: «Ο Θεός ας με φωτίσει. Ο Θεός ας με φωτίσει. Ο Θεός ας φωτίσει την ψυχή μου». Την επόμενη μέρα: «Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς. Περισσότερα δεν μπορείς να κάνεις: και να ‘σαι χαρούμενος». «Βοήθησε τον εαυτό σου και τους άλλους με όλη σου τη δύναμη και άντλησε χαρά απ’ αυτό! Πόση όμως δύναμη χρειάζεται κανείς για τον εαυτό του και πόση για τους άλλους; Είναι δύσκολο να ζεις σωστά!!! Αλλά η σωστή ζωή είναι όμορφη. Ας γίνει όμως το δικό Σου θέλημα, όχι το δικό μου». (σελ. 141) Όταν η στιγμή που, τόσον καιρό περίμενε, ήρθε τελικά, ο Wittgenstein αρρώστησε και ο διοικών αξιωματικός του είπε πως ίσως έπρεπε να μείνει πίσω. «Αν συμβεί αυτό θ’ αυτοκτονήσω» έγραφε. Όταν στις 15 Απριλίου, του ανακοινώθηκε ότι, παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε να ακολουθήσει το σύνταγμά του, προσευχήθηκε: «Ας μπορούσα μόνο να διακινδυνεύσω τη ζωή μου σε κάποια δύσκολη αποστολή». Μετρούσε τις μέρες μέχρι να φτάσει στη γραμμή του πυρός και, όταν ήρθε εκείνη η ώρα, προσευχήθηκε στον Θεό να του δώσει κουράγιο. Μόλις έφτασε στην πρώτη γραμμή, ζήτησε να του δοθεί το πιο επικίνδυνο απ’ όλα τα πόστα, το πόστο του παρατηρητή. «Με πυροβολούσαν», σημειώνει στις 29 Απριλίου. «Η σκέψη μου ήταν στον Θεό. Γενηθήτω το θέλημά Του. Ο Θεός μαζί μου». Πίστευε πως η εμπειρία τον έφερνε πιο κοντά στη φώτιση. Στις 4 Μαΐου του είπαν ότι θα έπρεπε να κάνει νυχτερινή βάρδια στο παρατηρητήριο. Καθώς ο βομβαρδισμός ήταν εντονότερος τις νύχτες, αυτή ήταν η πιο επικίνδυνη υπηρεσία που ανέλαβε ποτέ. «Μόνο τότε», έγραφε, «θ’ αρχίσει πραγματικά ο πόλεμος για μένα, ίσως ακόμη και η ζωή. Ίσως η εγγύτητα του θανάτου να μου φέρει το φως της ζωής. Είθε ο Θεός να με φωτίσει. Είμαι ένα σκουλήκι, αλλά δια του Θεού γίνομαι άνθρωπος. Ο Θεός μαζί μου. Αμήν». «Τώρα, όσο διαρκεί η μέρα, είναι όλα ήσυχα, αλλά τη νύχτα πρέπει να είναι τρομακτικά. Θα το αντέξω;; Η νύχτα θα το δείξει. Ο Θεός μαζί μου!!» Την επόμενη μέρα αναφέρει ότι η ζωή του ήταν σε διαρκή κίνδυνο, αλλά δια της χάριτος του Θεού είχε επιζήσει. «Υπήρχαν στιγμές όπου φοβόμουν. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας λαθεμένης αντίληψης για τη ζωή». Κάθε νύχτα σχεδόν περίμενε να πεθάνει στο πόστο του και παρακαλούσε τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει, να του δώσει κουράγιο να κοιτάζει κατάματα τον θάνατο, χωρίς φόβο. Μόνο τότε θα ήταν σίγουρος ότι ζούσε με αξιοπρέπεια: «Ο θάνατος είναι που δίνει στη ζωή το νόημά της». Όπως και στο Goplana, ο Wittgenstein προτιμούσε να είναι σε μια μοναχική και επικίνδυνη θέση, απ’ το να είναι παρέα με τους συναδέλφους του. (σελ. 142). «Οι άνδρες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, με μισούν επειδή είμαι εθελοντής. Έτσι περιστοιχίζομαι συνεχώς από ανθρώπους που με μισούν. Κι αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορώ ακόμη να ξεπεράσω». «Η σύγχρονη κοσμοθεωρία βασίζεται ολόκληρη στην πλάνη ότι οι λεγόμενοι φυσικοί νόμοι είναι οι εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων. Έτσι σήμερα οι άνθρωποι σταματούν στους φυσικούς νόμους θεωρώντας τους ως κάτι απαραβίαστο, όπως ο Θεός και η Μοίρα σε περασμένες εποχές. Στην ουσία και οι δύο έχουν και δίκιο και άδικο: αλλά η άποψη των αρχαίων ήταν πιο ξεκάθαρη, στον βαθμό που είχε ένα σαφές και αποδεκτό τέλος, ενώ το σύγχρονο σύστημα προσπαθεί να παρουσιάσει έτσι τα πράγματα ώστε να φαίνεται ότι τα πάντα έχουν εξηγηθεί». (σελ. 143). Στις 8 Ιουλίου γράφει: «Ο φόβος μπρος στον θάνατο είναι το καλύτερο σημάδι μιας λαθεμένης, δηλαδή μιας κακής ζωής». (σελ. 145). «Υπάρχουν, οπωσδήποτε, πράγματα που δεν μπορούν να μπουν σε λόγια. Αυτά φαίνονται από μόνα τους. Αυτά αποτελούν το μυστικό στοιχείο». (σελ. 146). «Το έργο τέχνης είναι το αντικείμενο θεωρούμενο υπό το πρίσμα της αιωνιότητας· και η καλή ζωή είναι ο κόσμος θεωρούμενος υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Αυτός είναι ο δεσμός ανάμεσα σε τέχνη και ηθική. Η συνηθισμένη σκοπιά βλέπει τα πράγματα, τρόπον τινά, μέσα απ’ αυτά, ενώ η σκοπιά της αιωνιότητας τα βλέπει απέξω. Έτσι ώστε να έχουν για φόντο ολόκληρο τον κόσμο». «Δεν αφήνουμε την αφηρημένη σκέψη, τις έννοιες του λόγου, να κυριεύσουν τη συνείδησή μας, αλλά, αντ’ αυτών, συγκεντρώνουμε όλη τη δύναμη του νου μας στην αισθητηριακή αντίληψη, βουλιάζοντας βαθιά μέσα της κι αφήνοντας τη συνείδησή μας να γεμίσει από την ήρεμη θέαση του φυσικού αντικειμένου που βρίσκεται πραγματικά μπροστά μας, είτε αυτό είναι κάποιο τοπίο ή δένδρο, πέτρα ή βράχος, ή οτιδήποτε άλλο. Χανόμαστε μέσα σ’ αυτό το αντικείμενο, για να χρησιμοποιήσω μια πιο έντονη έκφραση …». (σελ. 147). Οι αυστριακές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει στα Καρπάθια όρη, απωθημένες από τους Ρώσους. Οι συνθήκες ήταν σκληρές «παγερό κρύο, βροχή και ομίχλη». Ήταν «μια μαρτυρική ζωή, φοβερά δύσκολο να μη χάσεις τον εαυτό σου. Γιατί είμαι ένας αδύναμος άνθρωπος. Αλλά το Πνεύμα με βοηθάει. Το καλύτερο θα ήταν να ήμουν άρρωστος· τότε τουλάχιστον θα είχα λίγη γαλήνη». Για να αποφύγει την αιχμαλωσία ή τον θάνατο έπρεπε να κινείται συνεχώς, κυνηγημένος από τα πυρά των προελαυνόντων Ρώσων. «Με πυροβολούσαν, και σε κάθε πυροβολισμό τιναζόταν όλο μου το είναι. Θέλω τόσο πολύ να συνεχίσω να ζω». (σελ. 149). «Χθες με έβαλαν στο σημάδι. Δείλιασα! Φοβήθηκα τον θάνατο. Έχω τέτοια επιθυμία για ζωή. Και είναι δύσκολο να παραιτηθείς απ’ τη ζωή σου όταν τη χαίρεσαι. Αυτό ακριβώς σημαίνει «αμαρτία», παράλογη ζωή, λαθεμένη αντίληψη για τη ζωή. Ώρες ώρες γίνομαι ζώο. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο από φαΐ, πιοτό και ύπνο. Φοβερό! Και μετά υποφέρω σαν ζώο, χωρίς τη δυνατότητα της εσωτερικής σωτηρίας. Τότε βρίσκομαι στο έλεος των ορέξεων και των αποστροφών μου. Τότε η αληθινή ζωή είναι αδιανόητη». Τις τρεις επόμενες βδομάδες, το ημερολόγιό του δείχνει να ελέγχει τον εαυτό του για την τάση του να βυθίζεται στην αμαρτωλή ζωή. «Ξέρεις τί πρέπει να κάνεις για να ζήσεις ευτυχισμένα», λέει στον εαυτό του στις 12 Αυγούστου. «Γιατί λοιπόν δεν το κάνεις; Γιατί είσαι παράλογος. Η παράλογη ζωή είναι κακή ζωή». Παρακαλούσε το Θεό να του δώσει δύναμη στον αγώνα με την ίδια την αδύναμη φύση του. Παρ’ όλες αυτές τις αυτό-νουθεσίες, έδειξε πραγματικά αξιοσημείωτο θάρρος, σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας. Προτάθηκε για παρασημοφόρηση, εις αναγνώρισιν της γενναιότητάς του να παραμείνει στο πόστο του, μολονότι του είπαν πολλές φορές να καλυφθεί. «Με αυτή την εξαιρετική συμπεριφορά του», λέει η αναφορά, «επενήργησε καταπραϋντικά στους συντρόφους του». Τελικά στα τέλη Αυγούστου, όταν σταμάτησε η ρωσική προέλαση, στάλθηκε στο αρχηγείο για να εκπαιδευθεί ως αξιωματικός. (σελ. 150). «Όταν δεν προσπαθείς να εκφράσεις το μη εκφράσιμο, δεν χάνεις τίποτε. Γιατί το μη εκφράσιμο θα περιέχεται –ανέκφραστα- στο εκπεφρασμένο!». (σελ. 154). Ο Wittgenstein παρέμεινε στην Ουκρανία μέχρι τις 3-3-1918 (όταν ο Λένιν και ο Τρότσκι υπέργραψαν τελικά τη Συνθήκη του Brest Litovsk) και εν συνεχεία μεταφέρθηκε, μαζί με τον κύριο όγκο των αυστρο-ουγγρικών στρατευμάτων, στο ιταλικό μέτωπο. … Ένα δακτυλογραφημένο αντίγραφο του Tractatus υπήρχε πριν την αναχώρηση του Wittgenstein για την Ιταλία. Αυτό δεν μπορεί να ήταν η τελική παραλλαγή, είναι όμως σαφές ότι το έργο άρχισε να παίρνει την τελική του μορφή τον χειμώνα του 1917-1918. (σελ. 155). «Αν τώρα μου λες ότι δεν έχω πίστη, έχεις απόλυτο δίκιο, μόνο που δεν είχα ούτε πριν. Είναι σαφές, δεν είναι; -πως όταν ένας άνθρωπος θέλει, σαν να λέμε, να εφεύρει μια μηχανή για να γίνει αξιοπρεπής, ο άνθρωπος αυτός δεν έχει πίστη. Αλλά τι πρέπει να κάνω; Ένα πράγμα μου είναι ξεκάθαρο: είμαι πολύ κακός για να είμαι σε θέση να θεωρητικολογώ για το άτομό μου. Στην πράξη, ή θα παραμείνω ένα γουρούνι ή θα βελτιωθώ, τελεία και παύλα! Μόνο ας αφήσουμε κατά μέρος τις υπερβατολογικές φλυαρίες, τη στιγμή που τα πράγματα είναι τόσο απλά όσο μια γροθιά στο σαγόνι» . (σελ. 156). Κατά την αυστριακή επίθεση στις 15 Ιουνίου για μια ακόμη φορά εγκωμιάστηκε για την ανδρεία του. «Η εξαιρετικά γενναία συμπεριφορά του, η ηρεμία, η ψυχραιμία και ο ηρωισμός του κέρδισαν τη γενική εκτίμηση του στρατεύματος» έλεγε η αναφορά. (σελ. 156). Στην τελική μορφή του, το βιβλίο (το Tractatus) είναι ένα φοβερά συμπυκνωμένο απόσταγμα της δουλειάς που ο Wittgenstein είχε εκπονήσει από την πρώτη μέρα που ήρθε στο Cambridge, το 1911. Πολύ λίγες παρατηρήσεις δικαιολογούνται με κάποιο επιχείρημα. Κάθε πρόταση εισάγεται, όπως είπε κάποτε ο Russell, «σαν τσαρικό διάταγμα». Η Θεωρία της Λογικής που πήρε μορφή στη Νορβηγία πριν απ’ τον πόλεμο, η Θεωρία της Απεικονιστικότητας των Προτάσεων που αναπτύχθηκε στους πρώτους μήνες του πολέμου και ο σοπεναουερίζων μυστικισμός τον οποίο εγκολπώθηκε κατά το δεύτερο μισό του πολέμου, βρήκαν όλα τη θέση τους μέσα στην κρυστάλλινη δομή του Tractatus. Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η διάκριση μεταξύ δεικνύναι και λέγειν: είναι το κλειδί που καθιστά δυνατόν να κατανοήσουμε από τη μια το περιττό της θεωρίας των τύπων στη λογική και από την άλλη το μη εκφράσιμο των ηθικών αληθειών. Αυτό που η θεωρία των τύπων προσπαθεί να εκφράσει μπορεί να δειχθεί μέσω ενός ορθού συμβολισμού, και εκείνο (σελ. 159) που θέλουμε να πούμε περί ηθικής μπορεί να φανερωθεί μόνο μέσ’ απ’ τη θεώρηση του κόσμου sub specie aeternitatis. Συνεπώς: «Υπάρχουν, οπωσδήποτε, πράγματα που δεν μπορούν να μπουν σε λόγια. Αυτά φαίνονται από μόνα τους. Αυτά αποτελούν το μυστικό στοιχείο». Η περίφημη τελευταία φράση του βιβλίου «Για όσα δεν μπορεί κανείς να μιλά, γι’ αυτά θα πρέπει να σωπαίνει» εκφράζει τόσο μια λογικοφιλοσοφική αλήθεια, όσο και μια ηθική αρχή. (σελ. 160). Τον Οκτώβριο του 1918 οι Ιταλοί είχαν πάρει 500.000 αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και τον Wittgenstein. (σελ. 161). Μέσω ενός συγγενούς που είχε γνωστούς στο Βατικανό, κινήθηκαν κάποια νήματα για να τον αφήσουν ελεύθερο οι Ιταλοί. Θα εξεταζόταν από ένα γιατρό που θα τον έβρισκε ιατρικώς ανίκανο ν’ αντέξει τον παρατεταμένο περιορισμό. Ο Wittgenstein όμως απέρριψε αυτή την προνομιακή μεταχείριση και στην εξέταση επέμεινε έντονα ότι η υγεία του ήταν άριστη. (σελ. 164). Γράφει προς τον Russell: «Το κύριο σημείο είναι η θεωρία περί του τι μπορεί να εκφραστεί με προτάσεις –δηλ. με τη γλώσσα- (και, κάτι που καταλήγει στο ίδιο πράγμα, τι μπορεί να νοηθεί) και τι δεν μπορεί να εκφραστεί με προτάσεις, αλλά μόνο να δειχθεί. Αυτό είναι, πιστεύω, το θεμελιώδες πρόβλημα της φιλοσοφίας» (19-8-1919). (σελ. 168). Αφέθηκε ελεύθερος στις 21 Αυγούστου 1919. (σελ. 170). II - 1919-1928 Επί 5 χρόνια είχε ζήσει ως στρατιώτης. Συνέχισε να φοράει τη στολή του για αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο. Όλοι στην οικογένεια του ήταν τρομαγμένοι από τις αλλαγές που έβλεπαν πάνω του. Ο ίδιος ο Bertrand Russell είχε αναγνωρίσει τη φιλοσοφική του μεγαλοφυΐα και είχε δηλώσει ότι το επόμενο μεγάλο βήμα στη φιλοσοφία θα γινόταν από αυτόν. Γιατί λοιπόν ήθελε να εκπαιδευθεί για δάσκαλος δημοτικού σχολείου; Γιατί ήθελε τώρα να χαραμίσει αυτή τη μεγαλοφυΐα στους φτωχούς αγράμματους; Ο Wittgenstein απάντησε: «Μου θυμίζεις κάποιον που κοιτάζει έξω, μέσα απ’ το κλειστό παράθυρο και δεν μπορεί να κατανοήσει τις παράξενες κινήσεις ενός περαστικού. Δεν ξέρει τι είδους καταιγίδα λυσσομανά εκεί έξω ούτε ότι αυτό το πρόσωπο, ίσως μόλις και μετά βίας καταφέρνει να σταθεί στα πόδια του». Το ν’ αναζητήσει καταφύγιο μακριά απ’ την καταιγίδα, στην άνεση και την ασφάλεια που μπορούσε να του προσφέρει ο πλούτος της οικογενείας του και η εκπαίδευσή του, θα ήταν σαν να θυσίαζε όλα όσα είχε κερδίσει απ’ τον αγώνα ενάντια στις αντιξοότητες. (σελ. 174). Ήταν ουσιαστικό για τον Wittgenstein, όχι μόνο να μη χρησιμοποιήσει την κληρονομιά του, αλλά και να μην μπορεί να το κάνει. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του από τον πόλεμο, ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ευρώπης· κι αυτό όφειλε στην οικονομική οξυδέρκεια του πατέρα του, ο οποίος είχε μεταφέρει όλη την περιουσία της οικογένειας σε αμερικανικά ομόλογα, πριν από τον πόλεμο. Μέσα όμως σ’ ένα μήνα από την επιστροφή του, διέθεσε όλη την περιουσία του. Ανησύχησε όλη την οικογένειά του και κατέπληξε τον λογιστή τους με την επιμονή του να εκχωρήσει όλη του την περιουσία στις αδελφές του, Helene και Hermine και στον αδελφό του Paul (η Gretl ήταν πολύ πλούσια για να της δώσει κι άλλα). «Εκατό φορές θέλησε να διασφαλίσει ότι τίποτε από τα λεφτά αυτά δεν θα του ανήκε με τη μια ή την άλλη μορφή. Επανερχόταν ξανά και ξανά στο θέμα αυτό, απελπίζοντας τον συμβολαιογράφο που χειριζόταν την εκχώρηση των χρημάτων». Τελικά, ο συμβολαιογράφος πείσθηκε να εκτελέσει κατά γράμμα τις επιθυμίες του Wittgenstein. «Ε, λοιπόν, εσείς θέλετε ν’ αυτοκτονήσετε οικονομικά!». Τον Σεπτέμβριο του 1919, είχε ξεφοτρωθεί την περιουσία του και εγγραφεί στην Παιδαγωγική Ακαδημία στην Kundmanngasse. (σελ. 175). Δεν μπορούσε να βρει εκδότη για το Tractatus. Ο εκδότης Braumüller προσφέρθηκε να εκδώσει το βιβλίο αφού έλαβε συστατική επιστολή από τον Russell υπό τον όρο ότι ο Wittgenstein θα πλήρωνε για την εκτύπωση και το χαρτί. Όταν του έγινε η πρόταση, δεν είχε χρήματα, αλλά ακόμη κι αν είχε θα αρνούνταν. «Το θεωρώ αναξιοπρεπές, να επιβάλεις ένα έργο στον κόσμο –στον οποίο ανήκουν και οι εκδότες- με τον τρόπο αυτόν. Η συγγραφή ήταν δική μου υπόθεση, αλλά ο κόσμος θα πρέπει να το δεχθεί με την κανονική διαδικασία». (σελ. 178). Ο Wittgenstein παρηγόρησε τον εαυτό του μ’ ένα επιχείρημα, το οποίο, όπως είπε στον Russell, «μου φαίνεται αναντίρρητο»: «Το έργο μου είτε είναι υψηλής αξίας είτε δεν είναι. Στην τελευταία (και πιο πιθανή) περίπτωση εγώ θα είμαι κερδισμένος αν δεν τυπωθεί. Και στην πρώτη περίπτωση, δεν έχει καμιά σημασία αν θα τυπωθεί είκοσι ή εκατό χρόνια αργότερα. Στο κάτω κάτω, ποιος ενδιαφέρεται αν η Κριτική του Καθαρού Λόγου γράφηκε το έτος 17x ή y!» (σελ. 187). «Αν είμαι δυστυχισμένος και γνωρίζω ότι η δυστυχία μου αντικατοπτρίζει μια καταφανή ασυμφωνία μεταξύ του εαυτού μου και της ζωής ως έχει, δεν έχω λύσει τίποτε. Θα είμαι σε λάθος δρόμο … όσο δεν έχω αποκτήσει την υπέρτατη και κρίσιμη επίγνωση ότι αυτή η ασυμφωνία δεν είναι λάθος της ζωής ως έχει, αλλά του εαυτού μου ως έχει … Ο άνθρωπος που έχει αποκτήσει την επίγνωση αυτή και την ακολουθεί, και που προσπαθεί ξανά και ξανά να ζει σύμφωνα μ’ αυτήν, είναι θρήσκος». Να είσαι θρήσκος σημαίνει ν’ αναγνωρίζεις την αναξιότητα και ν’ αναλαμβάνεις την ευθύνη για τη διόρθωσή της. Ο Engelmann έγραφε στις παρατηρήσεις που έστειλε στον Wittgenstein τον Ιανουάριο: «Πριν απ’ το Χριστό, οι άνθρωποι βίωναν τον Θεό (ή τους θεούς) ως κάτι έξω απ’ αυτούς. Μετά τον Χριστό, οι άνθρωποι (όχι όλοι, αλλά αυτοί που έμαθαν να βλέπουν δι’ Αυτού) βλέπουν τον Θεό σαν κάτι που βρίσκεται μέσα τους. Έτσι ώστε να μπορούμε να λέμε ότι, δια του Χριστού, ο Θεός εισήλθε στον άνθρωπο … Δια του Χριστού έγινε ο Θεός άνθρωπος. Ο Εωσφόρος ήθελε να γίνει Θεός αλλά δεν ήταν. Ο Χριστός έγινε Θεός χωρίς να το θέλει. Επομένως, το κακό είναι να θέλεις την ηδονή χωρίς να την αξίζεις. Αν όμως κάποιος πράττει καλώς, χωρίς να επιδιώκει την ηδονή, η χαρά τον επισκέπτεται από μόνη της». Σχολιάζοντας τις παρατηρήσεις αυτές, ο Wittgenstein δεν αμφισβήτησε την αλήθεια τους, αλλά μόνο την εκφραστική τους επάρκεια. «Δεν είναι ακόμη αρκετά σαφείς. Πιστεύω πως είναι δυνατόν να λέμε όλ’ αυτά τα πράγματα με πολύ μεγαλύτερη επάρκεια. Ή να μην τα λέμε καθόλου, πράγμα που είναι ακόμη πιθανότερο. Ακόμη κι αν η τελειότερη έκφρασή τους αποδεικνυόταν η σιωπή, αυτό δεν θα τα έκανε λιγότερο αληθινά. Ο Wittgenstein θεωρούσε τον Engelmann ως «κάποιον που κατανοεί την ανθρώπινη φύση». (σελ. 189). Ο Engelmann για την αυτοκτονία έλεγε: «…Η αυτοκτονία είναι αναμφίβολα ένα λάθος. Όσο ο άνθρωπος ζει, δεν είναι εντελώς χαμένος. Αλλ’ αυτό που τον σπρώχνει στην αυτοκτονία είναι ο φόβος πως είναι εντελώς χαμένος. Ο φόβος αυτός είναι αβάσιμος. Μέσα απ’ αυτόν τον φόβο, ο άνθρωπος κάνει ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να κάνει: στερεί απ’ τον εαυτό του τον χρόνο που ίσως του επέτρεπε ν’ απαλλαγεί απ’ την αίσθηση πως είναι χαμένος». (σελ. 190). Και ο Wittgenstein συμπλήρωσε: «Ξέρω πως το ν’ αυτοκτονήσεις είναι το πιο βρώμικο πράγμα που μπορείς να κάνεις. Σίγουρα, κανείς δεν μπορεί να θέλει την καταστροφή του· και οποιοσδήποτε έχει σχηματίσει σαφή εικόνα του τι εμπεριέχεται στην πράξη της αυτοκτονίας γνωρίζει ότι, αυτοκτονώντας, είναι σαν να εφορμά στα δικά του οχυρά. Και τίποτα δεν είναι χειρότερο απ’ το να είσαι αναγκασμένος να καταλάβεις τον εαυτό σου εξαπίνης». (σελ. 191). «Όσον αφορά στη συντομία του βιβλίου λυπάμαι πολύ γι' αυτό. Αλλά τί μπορώ να κάνω; Ακόμη κι αν με στύβατε σαν λεμόνι δεν θα βγάζατε τίποτε περισσότερο από μένα. Το να σας αφήσω να τυπώνετε τα Συμπληρώματα δεν θα ωφελούσε σε τίποτε. Είναι σαν να πηγαίνετε σ' έναν ξυλουργό να παραγγείλετε ένα τραπέζι κι εκείνος σας κάνει το τραπέζι πολύ κοντό κι ύστερα θέλει να σας πουλήσει τα ροκανίδια και τα πριονίδια και άλλα σκουπίδια μαζί με το τραπέζι για να σας αποζημιώσει για το μικρό του ύψος. (Αντί να τυπώσετε τα Συμπληρώματα για να κάνετε το βιβλίο παχύτερο, καλύτερα ν' αφήσετε καμιά δεκαριά λευκά φύλλα για τον αναγνώστη να γράψει βρισιές όταν θα έχει αγοράσει το βιβλίο και δεν θα μπορεί να το καταλάβει)». (σελ. 211). Όταν κατά τη δεκαετία του '20 ο Russel ήθελε να ιδρύσει ή να συμμετάσχει σε μια «Παγκόσμια Οργάνωση για Ειρήνη και Ελευθερία» ή κάτι τέτοιο, ο Wittgenstein τον επέπληξε τόσο αυστηρά, που ο Russel του είπε: «Εσύ υποθέτω θα προτιμούσε να ιδρύσεις μια Παγκόσμια Οργάνωση για Πόλεμο και Δουλεία», στο οποίο ο Wittgenstein συναίνεσε παθιασμένα: «Ναι, καλύτερα αυτό, καλύτερα αυτό!» (σελ. 215). Όταν κάποτε ο Postl του είπε ότι θα ήθελε να βελτιώσει τον κόσμο, ο Wittgenstein απάντησε: «Βελτίωσε τον εαυτό σου. Αυτό είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις για να βελτιώσεις τον κόσμο» (σελ. 217). Ο Ramsey για τις συνθήκες διαβίωσης του Wittgenstein: «Είναι πολύ φτωχός ή, εν πάση περιπτώσει, ζει πολύ οικονομικά. Μένει σ’ ένα μικροσκοπικό ασβεστωμένο δωμάτιο, που έχει ένα κρεβάτι, ένα νιπτήρα, ένα μικρό τραπέζι και μια σκληρή καρέκλα· τίποτε άλλο δεν χωράει. Το βραδινό φαγητό του, χθες που έφαγα μαζί του, αποτελούνταν από σκληρό ψωμί που σου έκοβε την όρεξη, βούτυρο και ζεστή σοκολάτα» (σελ. 221). Μετά την συνάντηση με την οικογένεια, ο Ramsey συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση του Wittgenstein ήταν κάτι που είχε ο ίδιος επιβάλει. Έγραφε στον Keynes για να του πει ότι ίσως δεν ήταν σωστό «να προσπαθούν να τον κάνουν να ζήσει μια πιο ευχάριστη ζωή ή να σταματήσει τη γελοία σπατάλη της ενεργητικότητας και του χαρίσματός του»: «Το βλέπω σαφέστερα τώρα διότι γνωρίστηκα με μιαν από τις αδελφές του και συνάντησα και την υπόλοιπη οικογένεια. Είναι πολύ πλούσιοι και πασχίζουν να του προσφέρουν χρήματα ή να κάνουν κάτι γι’ αυτόν με κάθε τρόπο, αλλά εκείνος απορρίπτει τις προσφορές τους. Τους επιστρέφει ακόμη και τα χριστουγεννιάτικα δώρα και τα τρόφιμα που του στέλνουν όταν είναι άρρωστος. Κι αυτό συμβαίνει όχι επειδή δεν τα πάνε καλά αλλά επειδή δεν δέχεται χρήματα που δεν έχει κερδίσει, εκτός από ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις, όπως το να έρθει να σας συναντήσει. Νομίζω ότι διδάσκει για να κερδίζει χρήματα και ότι θα σταματούσε να εργάζεται ως δάσκαλος αν έβρισκε κάποιον καλύτερο τρόπο για να βγάζει τα προς το ζην. Αλλά αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να τα κερδίζει πραγματικά· δεν θα δεχόταν καμία δουλειά για την οποία θα είχε την παραμικρή υπόνοια ότι είναι κόλπο για να του χαρίζουν λεφτά. Είναι τόσο κρίμα». (σελ. 225). Στις 29 Μαρτίου ο Keynes απάντησε στο γράμμα που ο Wittgenstein είχε στείλει την προηγούμενη χρονιά: «Δεν ξέρω ακόμη τι να πω για το βιβλίο σου, εκτός απ’ ότι έχω την αίσθηση πως είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό και μεγαλοφυές έργο. Σωστό ή λάθος, κυριαρχεί, από τότε που γράφτηκε, σε όλες τις συζητήσεις στο Cambridge». (σελ. 226). Όταν ο Ramsey τον επισκέφθηκε τον Μάιο τον βρήκε κεφάτο: «έχει περάσει βδομάδες συναρμολογώντας τον σκελετό μιας γάτας για τους μαθητές του, κάτι που φαίνεται να τον ευχαριστεί». (σελ. 227). «Αποκλείεται, κατά την γνώμη μου, να μην έχει προστριβές, διότι ο τρόπος διδασκαλίας του είναι τόσο διαφορετικός από των άλλων δασκάλων. Αλλά, τουλάχιστον, θα μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι οι προστριβές αυτές δεν θα τον κονιορτοποιήσουν». Ο διευθυντής του σχολείου με τον οποίο ο Wittgenstein είχε ήδη γίνει φίλος ήταν σοσιαλιστής και ένθερμος θιασώτης του κινήματος σχολικής μεταρρύθμισης. Βέβαια υπήρχαν διαφορές απόψεων μεταξύ τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τον ρόλο της θρησκείας στην εκπαίδευση. Ενώ ο Putre αποδοκίμαζε την προσευχή στο σχολείο, ο Wittgenstein προσευχόταν με τους μαθητές του καθημερινά. Όταν κάποτε ο Putre δήλωσε πως ήταν κατά της διαφήμισης της καθολικής πίστης με τα λόγια και ότι το θεωρούσε ανόητο, ο Wittgenstein του απάντησε: «οι άνθρωποι φιλιούνται· κι αυτό με τα χείλη γίνεται». Παρά την φιλία του με τον Putre, ο Wittgenstein κατάλαβε ότι τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. «Δεν πάνε καλά τα πράγματα ίσως η διδασκαλική μου καριέρα οδεύει πια προς το τέλος της»: «Είναι πολύ δύσκολο για μένα. Όχι μία αλλά εκατό δυνάμεις είναι εναντίον μου. Κι εγώ, τι είμαι;». (σελ. 229). Ετοίμασε ένα λεξικό για τους μαθητές του δημοτικού το οποίο εκδόθηκε το 1926 και είχε σχετική επιτυχία. (σελ. 232). Τον Φεβρουάριο του 1925 έγραφε στον Engelmann: «Υποφέρω πολύ από τα ανθρώπινα ή, μάλλον, απάνθρωπα, πλάσματα με τα οποία ζω –εν ολίγοις είναι όλα ως συνήθως!». Όπως και πριν ο Wittgenstein βρήκε ενθουσιώδη ανταπόκριση από ένα μικρό αριθμό αγοριών που έγιναν οι αγαπημένοι του μαθητές. Η αφοσίωση τους όμως στην εκπαίδευση και η αφοσίωση του Wittgenstein σε αυτά, προκάλεσε την εχθρότητα των γονιών, οι οποίοι απέρριπταν τις συστάσεις του Wittgenstein να συνεχίσουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο. Και πάλι, τα κορίτσια ήταν εκείνα που αντιστέκονταν περισσότερο στις μεθόδους του Wittgenstein και έφεραν βαρέως ότι τους τραβούσε τα μαλλιά και τα χαστούκιζε, διότι ήταν ανίκανα ή απρόθυμα να ικανοποιήσουν τις υψηλές απαιτήσεις του Wittgenstein, ιδιαίτερα στα μαθηματικά. (σελ. 232). Τον Οκτώβριο έγραψε στον Keynes ότι θα παρέμενε δάσκαλος «για όσον καιρό αισθάνομαι ότι τα προβλήματα που αποκτώ έτσι μπορούν να μου κάνουν λίγο καλό»: «Αν έχεις πονόδοντο, καλό είναι να βάλεις μια φιάλη με καυτό νερό στο πρόσωπό σου, αλλά θα είναι αποτελεσματικό μόνο για όσην ώρα η θερμότητα της φιάλης σου προκαλεί πόνο. Θ’ αφήσω τη φιάλη όταν διαπιστώσω πως δεν μου δίνει πια αυτόν τον ιδιαίτερο πόνο που κάνει καλό στον χαρακτήρα μου. Αν φυσικά δεν με διώξουν οι άνθρωποι εδώ πριν απ’ όλα αυτά». (σελ. 235). Τελικά συνέβη το χειρότερο και ο Wittgenstein αναγκάστηκε ν’ αφήσει τη φιάλη με το καυτό νερό νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε. Εγκατέλειψε τη διδασκαλία τον Απρίλιο του 1926. Μια μέρα χτύπησε ένα ασθενικό μαθητή στο κεφάλι κάνοντάς τον να λιποθυμήσει. Στο ερώτημα αν ο Wittgenstein χτύπησε το παιδί με υπερβολική δύναμη ένας συμμαθητής παρατηρεί: «Δεν μπορώ να πω ότι ο Wittgenstein κακοποίησε το παιδί. Αν η τιμωρία του θεωρηθεί κακοποίηση, τότε το ογδόντα τοις εκατό των τιμωριών που έδινε ο Wittgenstein ήταν κακοποιήσεις». Μόλις είδε το παιδί να λιποθυμά, ο Wittgenstein πανικοβλήθηκε. Έστειλε τα άλλα παιδιά στα σπίτια τους και μετέφερε το αγόρι στο γραφείο του διευθυντή για να του δοθεί βοήθεια από τον τοπικό γιατρό και έφυγε βιαστικά απ’ το σχολείο. Στις 28 Απριλίου 1926 ο Wittgenstein υπέβαλε την παραίτησή του. (σελ. 237). Λίγες μέρες μετά την παραίτησή του επισκέφθηκε ένα μοναστήρι για να δει αν θα μπορούσε να γίνει καλόγηρος. Ο ηγούμενος του είπε ότι δεν θα έβρισκε εκείνο που ζητούσε και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα κίνητρα του δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από την αδελφότητα. Ως εναλλακτική λύση έπιασε δουλειά ως κηπουρός στους Ιωαννίτες μοναχούς του Hütteldorf, λίγο έξω απ’ τη Βιέννη, και είχε ως κατάλυμα την αποθήκη εργαλείων στον κήπο. (σελ. 238). Οι οικογενειακοί εορτασμοί των Χριστουγέννων, που το 1914 τον γέμιζαν φόβο και σύγχυση ήταν τώρα ευπρόσδεκτοι. Κάθε Χριστούγεννα από τότε και μέχρι το 1938, όταν η Anschlub τον εμπόδισε να φύγει απ’ την Αγγλία, τον βλέπουμε να συμμετέχει στους εορτασμούς με ενθουσιασμό –να μοιράζει δώρα σε ανηψιές και ανηψιούς, να τραγουδάει χριστουγεννιάτικα τραγούδια και να συμμετέχει στο χριστουγεννιάτικο δείπνο χωρίς να δείχνει τον παραμικρό φόβο ότι αυτά θα επηρέαζαν την προσωπικότητά του. Η επιστροφή του Wittgenstein στη Βιέννη το καλοκαίρι του 1926, φαίνεται να σημαίνει το τέλος της αποξένωσης από την οικογένειά του που άρχισε το 1913, όταν πέθανε ο πατέρας του. (σελ. 239). «Κάθε μεγάλη τέχνη κλείνει μέσα της ένα ΑΓΡΙΟ θηρίο: εξημερωμένο». … Όταν έπαιζε μουσική … δεν τον ενδιέφερε να δημιουργήσει μουσική, αλλά να την ανα-δημιουργήσει. … Θεωρούσε τον εαυτό του μη παραγωγικό, αλλά αναπαραγωγικό. (σελ. 244). Παρά το ενδιαφέρον και την ευαισθησία του Wittgenstein για τις άλλες τέχνες, μόνο η φιλοσοφία μπορούσε πραγματικά να αφυπνίσει την παραγωγικότητά του. Μόνο τότε, όπως είχε επισημάνει κάποτε κι ο Russell, μπορούσες να δεις σ’ αυτόν την «άγρια ζωή που προσπαθεί να ξεσπάσει». (σελ. 245). Το καλοκαίρι του 1927 δέχτηκε να συναντιέται με μερικά προσεκτικά διαλεγμένα μέλη του Κύκλου του Schlick (μιας ομάδας φιλοσόφων και μαθηματικών, που μοιράζονταν τη θετικιστική προσέγγιση των φιλοσοφικών προβλημάτων και την επιστημονική κοσμοθεωρία, οι οποίοι συναντιόνταν κάθε Πέμπτη βράδυ για να συζητήσουν τη θεμελίωση των μαθηματικών και της επιστήμης και αργότερα έγιναν γνωστοί ως Κύκλος της Βιέννης). Μεταξύ αυτών ήταν ο Friedrich Waismann, ο Rudolf Carnap και ο Herbett Feigl. Η επιτυχία των συναντήσεων αυτών εξαρτιόταν από τους ευαίσθητους χειρισμούς του Schlick. Για να πείσει τον Wittgenstein να συμμετάσχει στις συναντήσεις αυτές, ο Schlick έπρεπε να τον διαβεβαιώσει πως δεν ήταν ανάγκη η συζήτηση να είναι φιλοσοφική· μπορούσε να συζητάει ό,τι ήθελε. Μερικές φορές προς μεγάλη έκπληξη του ακροατηρίου του, ο Wittgenstein τους γύριζε την πλάτη και διάβαζε ποίηση. Ιδιαίτερα –σαν να ήθελε να τους τονίσει ότι αυτά που δεν είχε πει στο Tractatus ήταν σημαντικότερα από αυτά που είχε πει- τους διάβαζε ποιήματα του Rabindranath Tagore, ενός Ινδού ποιητή, του οποίου τα ποιήματα εξέφραζαν μια μυστικιστική άποψη, διαμετρικά αντίθετη από εκείνη των μελών του Κύκλου του Schlick. Σύντομα έγινε σαφές στους Carnap, Feigl και Waismann ότι ο συγγραφέας του Tractatus Logico-Philosophicus δεν ήταν ο θετικιστής που περίμεναν. Για τους θετικιστές, η σαφήνεια πήγαινε χέρι χέρι με την επιστημονική μέθοδο. Έτσι ο Carnap έμεινε κατάπληκτος όταν αντιλήφθηκε ότι ο συγγραφέας του βιβλίου που θεωρούσαν ως υπόδειγμα φιλοσοφικής ακρίβειας και σαφήνειας ήταν τόσο αποφασιστικά αντιεπιστημονικός και στην ιδιοσυγκρασία και στη μέθοδο: «Η οπτική του και η στάση του απέναντι σε ανθρώπους και προβλήματα, ακόμη και θεωρητικά προβλήματα, έμοιαζαν πολύ περισσότερο με εκείνες του δημιουργικού καλλιτέχνη, παρά του επιστήμονα. (σελ. 247). Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι έμοιαζαν με εκείνες ενός προφήτη ή ενός μάγου. Όταν άρχιζε να διατυπώνει την άποψή του σε κάποιο ειδικό φιλοσοφικό πρόβλημα, αισθανόμασταν τη μάχη που γινόταν μέσα του ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μια μάχη στην οποία προσπαθούσε να διαβεί απ’ το σκοτάδι στο φως, μέσα από έναν έντονο και επώδυνο μόχθο, που τον έβλεπε κανείς να κατοπτρίζεται στο εκφραστικότατο πρόσωπό του. Όταν τελικά, μερικές φορές μετά από παρατεταμένη και δύσκολη προσπάθεια, απαντούσε, η δήλωσή του φαινόταν σε μας σαν ένα νεοδημιούργητο έργο τέχνης ή σαν θεία αποκάλυψη. Όχι πως διατύπωνε τις απόψεις του δογματικά … Αλλά η εντύπωση που άφηνε σε μας ήταν πως η ιδέα του ήρθε μέσω θείας έμπνευσης· οπότε είχαμε την αίσθηση ότι κάθε νηφάλιο και ορθολογικό σχόλιο ή ανάλυση θα αποτελούσε βεβήλωση». «Είχα μερικές φορές την αίσθηση (θυμάται ο Carnap) ότι η ηθελημένα ορθολογική και ψυχρή στάση του επιστήμονα, καθώς και κάθε ιδέα που απέπνεε “διαφωτισμό”, ήταν απωθητικές για τον Wittgenstein». (σελ. 248). «Ο φιλόσοφος δεν είναι πολίτης καμίας κοινότητας ιδεών. Αυτό είναι που τον κάνει φιλόσοφο». (σελ. 250). «Η ενορασιοκρατία είναι μια ανοησία –πέρα για πέρα». (σελ. 253). «Για τον Brouwer, δεν υπάρχει καμία ανεξάρτητη από τον νου μαθηματική πραγματικότητα, την οποία οι μαθηματικοί πρέπει ν’ ανακαλύψουν. Ο μαθηματικός, σύμφωνα με την άποψη του Brouwer, δεν είναι εξερευνητής αλλά δημιουργός: τα μαθηματικά δεν είναι ένα σώμα γεγονότων, αλλά μια κατασκευή του ανθρώπινου νου. Ο Wittgenstein συμφωνούσε μ’ όλα αυτά, και το ύστερο έργο του μπορεί να θεωρηθεί ως η εξέλιξη των ιδεών αυτών προς μια κατεύθυνση που τον οδηγούσε πολύ μακριά από τον λογικό ατομισμό του Tractatus. Αν και η εξέλιξη αυτή δεν τον έφερνε πιο κοντά στην ενορασιοκρατία … Η διάλεξη του Brouwer μπορεί να μην έπεισε τον Wittgenstein ότι το Tractatus ήταν εσφαλμένο, αλλά ίσως να τον έπεισε ότι, τελικά, το βιβλίο του δεν ήταν η τελευταία λέξη επί του θέματος. Ίσως υπήρχαν πράγκατι περισσότερα να ειπωθούν. (σελ. 254). III - 1929-1941 «Ο Θεός αφίχθη. Τον συνάντησα στο τρένο των 5.15». Έτσι ανακοινώνει ο Keynes την επιστροφή του Wittgenstein στο Cambridge, σε ένα γράμμα του με ημερομηνία 18-1-1929. «Αλλά μεταξύ του ιδιόρρυθμα αγγλικού αυτάρεσκα “πολιτισμένου” αισθησιασμού και της κατά καιρούς ανηλεούς τιμιότητας του Wittgenstein ελάχιστα κοινά σημεία υπήρχαν. Και οι δυο πλευρές σοκαρίστηκαν. … Σε κάποιο γεύμα, ο Wittgenstein σηκώθηκε κι έφυγε, ενοχλημένος από την ανοιχτή συζήτηση περί σεξ μπροστά σε κυρίες». (σελ. 260). Ήταν ερωτευμένος με την Marguerite όμως όταν μετά δύο χρόνια εκείνη κατάλαβε ότι ο Wittgenstein είχε την πρόθεση να την παντρευτεί, σάλπισε άτακτη υποχώρηση. Αν και κολακευμένη απ’ το ενδιαφέρον του και γεμάτη δέος για τη δύναμη του χαρακτήρα του, δεν έβρισκε στον Wittgenstein τις ιδιότητες που ήθελε να έχει ένας σύζυγος. Ήταν πολύ ασκητικός, πολύ απαιτητικός. Εξάλλου, όταν ξεκαθάρισε τις προθέσεις του, ξεκαθάρισε επίσης ότι αυτό που είχε κατά νουν ήταν ένας πλατωνικός γάμος χωρίς παιδιά –κι αυτό δεν της πήγαινε καθόλου. (σελ. 262). Ο Wittgenstein δεν ενδιαφερόταν ν’ αναδομίζει τα μαθηματικά. Το ενδιαφέρον του επικεντρωνόταν στο να εκμοχλεύσει τη φιλοσοφική ρίζα η οποία τροφοδοτούσε τις συγχύσεις γύρω από τα μαθηματικά. (σελ. 264). Ενώ το Tractatus εξετάζει τη γλώσσα ερήμην των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτή χρησιμοποιείται, οι Έρευνες τονίζουν επανειλημμένα τη σημασία της «ροής της ζωής», που δίνει στις γλωσσικές εκφράσεις το νόημά τους: Δεν μπορείς να περιγράψεις ένα «γλωσσικό παιχνίδι» χωρίς να αναφερθείς στις δραστηριότητες και στον τρόπο ζωής της «φυλής» η οποία το παίζει. … Η «ανθρωπολογική» πλευρά της φιλοσοφικής μεθόδου του Wittgenstein δεν εμφανίζεται πριν από το 1932. (σελ. 265). Για τον Moore είπε κάποτε: «Ο Moore δείχνει πόσο μακριά μπορεί να φθάσει ένας άνθρωπος που δεν έχει καθόλου ευφυΐα». (σελ. 266). Λίγο πριν από τον θάνατό του ο Drury δημοσίευσε τις σημειώσεις του από τις συζητήσεις του με τον Wittgenstein, για να εξισορροπήσει την επίδραση «καλοπροαίρετων σχολιαστών», οι οποίοι «έχουν δημιουργήσει την εντύπωση ότι τα γραπτά του Wittgenstein μπορούν τώρα πια να αφομοιωθούν εύκολα από εκείνους τους κύκλους της διανόησης κατά των οποίων τα γραπτά αυτά στρέφονται». Στον πρόλογο ο Drury γράφει: «Γιατί συνενώνω τώρα όλα αυτά τα άρθρα μου; Για έναν και μόνο λόγο. Ο συγγραφέας αυτών των άρθρων ήταν κάποτε μαθητής του Wittgenstein. Είναι πια ευρέως γνωστό ότι ο Wittgenstein ενεθάρρυνε τους μαθητές του να εγκαταλείψουν την ακαδημαϊκή φιλοσοφία και να στρέψουν την ενέργειά τους στη μελέτη και στην πρακτική εξάσκηση κάποιου συγκεκριμένου επαγγέλματος. Εμένα, με παρότρυνε να στραφώ στην ιατρική, όχι για να χρησιμοποιήσω αυτά που μου έμαθε, αλλά για να μη “σταματήσω να σκέπτομαι”, σε καμία περίπτωση». (σελ. 268). Το 1929 ο Russell έγραφε: «… την τελευταία φορά που τον συνάντησα, του στοίχισε τόσο πολύ που δεν είμαι Χριστιανός, ώστε έκτοτε με αποφεύγει. Δεν ξέρω αν η πίκρα του για το θέμα αυτό μετριάστηκε εν τω μεταξύ, αλλά μάλλον εξακολουθεί να με αντιπαθεί …». Η προφορική εξέταση του Wittgenstein έγινε στις 18 Ιουνίου 1929 από τον Russell και τον Moore. Καθώς ο Russell έμπαινε με τον Moore μέσα στην αίθουσα όπου θα γινόταν η εξέταση, είπε χαμογελώντας: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν μου ‘χει τύχει κάτι τόσο παράλογο». Η εξέταση άρχισε με φιλική κουβεντούλα. Κατόπιν ο Russell, απολαμβάνοντας το παράλογο της υπόθεσης, είπε στον Moore: «Εμπρός, πρέπει να του κάνεις κάποιες ερωτήσεις –εσύ είσαι ο καθηγητής». Μετά ακολούθησε μια σύντομη συζήτηση … Την διαδικασία τερμάτισε ο Wittgenstein χτυπώντας φιλικά τους εξεταστές στον ώμο και παρατηρώντας παρηγορητικά: «Δεν πειράζει, ξέρω ότι ποτέ δεν θα το καταλάβετε». Ως εξεταστής ο Moore δήλωνε στην έκθεσή του: «Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι η διατριβή του κυρίου Wittgenstein είναι ένα μεγαλοφυές έργο. Αλλά, ότι και να ‘ναι, ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις του Cambridge για τον τίτλο του Διδάκτορος Φιλοσοφίας». (σελ. 275). Υποκινούμενος από τις συζητήσεις του με τον Sraffa, εγκατέλειψε σύντομα την προσπάθεια να διορθώσει τη δομή του Tractatus και άφησε στην άκρη, μια για πάντα, την ιδέα ότι κόσμος και γλώσσα πρέπει να διαθέτουν κοινή δομή. (σελ. 278). Σ’ αυτή τη μοναδική «εκλαϊκευτική» διάλεξη που έδωσε ποτέ στη ζωή του, ο Wittgenstein επέλεξε να μιλήσει περί ηθικής. Εκεί επανέλαβε τη θεώρηση του Tractatus, ότι κάθε προσπάθεια να πούμε οτιδήποτε για το περιεχόμενο της ηθικής θα μας οδηγούσε σε α-νοησία, αλλά προσπάθησε να καταστήσει σαφέστερο το γεγονός ότι η προσωπική του θέση επ’ αυτού ήταν ριζικά διαφορετική από εκείνη ενός θετικιστή πολέμιου της μεταφυσικής: «Η όλη μου τάση και, πιστεύω, η τάση όλων όσοι προσπάθησαν ποτέ να γράψουν ή να μιλήσουν για την Ηθική ή τη Θρησκεία ήταν η τάση να χτυπούν στα όρια της γλώσσας. Αυτό το χτύπημα στους τοίχους του κλουβιού μας είναι εντελώς, (σελ. 280) απολύτως μάταιο. Η Ηθική, στο μέτρο που πηγάζει απ’ την επιθυμία μας να πούμε κάτι για την έσχατη σημασία της ζωής, το απόλυτο αγαθό, την απόλυτη αξία, δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Αυτό που λέει δεν προσθέτει τίποτε στη γνώση μας, υφ’ οιανδήποτε έννοια. Είναι όμως τεκμήριο μιας τάσης του ανθρωπίνου πνεύματος την οποία, εγώ προσωπικά, δεν μπορώ παρά να σέβομαι βαθιά και δεν θα προσπαθούσα ποτέ στη ζωή μου να τη χλευάσω». (σελ. 281). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μολονότι θεωρούσε την ηθική ως μια επικράτεια στην οποία τίποτε δεν μπορούσε να λεχθεί, ο Wittgenstein στοχάστηκε και είπε πάρα πολλά γύρω από τα ηθικά προβλήματα. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως η ζωή του κατεκυριαρχείτο από έναν ηθικό αγώνα –τον αγώνα για να είναι anständig [αξιοπρεπής], που γι’ αυτόν σήμαινε, πάνω απ’ όλα, το ξεπέρασμα του πειρασμού της ανεντιμότητας, που είχε τη ρίζα του στην έπαρση και στη ματαιοδοξία του. «Τι πιστεύουν οι άλλοι για μένα με απασχολεί σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Συχνά ενδιαφέρομαι να κάνω καλή εντύπωση. Δηλαδή, σκέφτομαι πολύ συχνά τι εντύπωση κάνω στους άλλους· χαίρομαι όταν πιστεύω πως είναι καλή και δυσαρεστούμαι όταν πιστεύω πως δεν είναι». Αν και, κάνοντας τη δήλωση αυτή, εκφράζει απλώς κάτι που είναι για όλους μας μια κοινότοπη αλήθεια, στρέφει ωστόσο την προσοχή προς αυτό που θεωρούσε ως το μεγαλύτερο εμπόδιο μεταξύ του εαυτού του και της αξιοπρέπειας –δηλαδή, τη ματαιοδοξία του. (σελ. 282). Κατά την γνώμη του οι Εξομολογήσεις ήταν ίσως “το σοβαρό βιβλίο που έχει γραφεί”. Του άρεσε ιδιαίτερα να επαναλαμβάνει ορισμένους στίχους απ’ το Βιβλίο Ι, που έχουν ως εξής: «Αλίμονο σε όσους δεν μιλούν για σένα! Γιατί ακόμη κι εκείνοι που έχουν μεγάλο το χάρισμα του λόγου δεν βρίσκουν λόγια να σε περιγράψουν», το οποίο ο Wittgenstein, όταν το συζητούσαν με τον Drury, προτιμούσε να το αποδίδει ως: «Και αλίμονο σε όσους δεν μιλούν για σένα, μόνο και μόνο επειδή οι πολυλογάδες λένε τόσες ανοησίες». Στις συζητήσεις με τους Waismann και Schlick, το κείμενο είχε μια πιο ελεύθερη μετάφραση: «Ώστε δεν θες να λες ανοησίες, τιποτένιε; Πες δα και καμιάν ανοησία, δεν πειράζει». Αυτές οι ελεύθερες μεταφράσεις μπορεί να μην καταφέρνουν ν’ αποδώσουν εκείνο που ο Αυγουστίνος ήθελε να πει, σίγουρα όμως αποδίδουν την άποψη του Wittgenstein: Κάποιος έπρεπε να βάλει τέρμα στις ανοησίες των πολυλογάδων, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι έπρεπε ν’ αρνείται και ο ίδιος να λέει ανοησίες. Πάντοτε, το κάθε πράγμα εξαρτάται από το πνεύμα με το οποίο το κάνεις. Αναιρούσε τις ανοησίες των πολυλογάδων που σχολαστικά μιλούσαν περί Θεού αλλά αναγνώριζε την ανάγκη να συνεχίσει κανείς να μιλάει αλλά όχι σχολαστικά. Στους Waismann και Schlick επανέλαβε τις γενικές γραμμές της διάλεξής του γύρω από την ηθική: η ηθική είναι μια προσπάθεια να πούμε κάτι που δεν μπορεί να λεχθεί, μια πρόσκρουση στα όρια της γλώσσας. «Νομίζω ότι είναι αναμφισβήτητα σημαντικό να θέσουμε ένα τέρμα σε όλην αυτή τη φλυαρία γύρω απ’ την ηθική –για το αν υπάρχει ενορατική γνώση, αν υπάρχουν αξίες, αν το καλό μπορεί να ορισθεί». Από την άλλη μεριά, είναι εξίσου σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η τάση μας να λέμε ανοησίες κάτι υποδηλώνει. Μπορούσε να φανταστεί, έλεγε, τι εννοεί ο Heidegger όταν μιλάει, λ.χ., για το είναι και τον φόβο (σε δηλώσεις όπως: «Αυτό μπρος στο οποίο αγωνιούμε είναι το μες-τον-κόσμο-Είναι σαν τέτοιο») και έβλεπε με θετικό (σελ. 286) μάτι αυτά που έλεγε ο Kierkegaard γι’ «αυτό το άγνωστο κάτι με το οποίο ο Λόγος συγκρούεται, όταν εμπνέεται από το παράδοξο πάθος του». Ο Αυγουστίνος ο Heidegger, ο Kierkegaard δεν είναι τα ονόματα που θα περίμενε κανείς ν’ αναφερθούν στις συζητήσεις του Κύκλου της Βιέννης –εκτός ως στόχοι επικρίσεων. Το έργο του Heidegger, για παράδειγμα, εχρησιμοποιείτο συχνά από τους λογικούς θετικιστές ως υπόδειγμα του τι εννοούσαν μιλώντας για μεταφυσικές ανοησίες –αυτό που ήθελαν να πετάξουν στη φιλοσοφική χωματερή. Ο Κύκλος της Βιέννης είχε μετατρέψει την αντιμεταφυσική στάση που συνέδεε τα μέλη του σε ένα είδος μανιφέστου. … Ο Wittgenstein έγραψε στον Waismann για να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του: «Ακριβώς επειδή ο Schlick δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, οι άλλοι του οφείλουν να μην αφήνουν τις “καλές προθέσεις” τους να εξευτελίζουν και αυτόν και τη σχολή που διευθύνει στη Βιέννη με τον κομπασμό τους. Με τον όρο “κομπασμός” εννοώ οποιαδήποτε πόζα αυταρέσκειας. “Αποκήρυξη της μεταφυσικής!”. Λες και είναι κάτι καινούριο! Αυτό που η σχολή της Βιέννης έχει επιτύχει πρέπει να δείχνεται· όχι να λέγεται … Ο δεξιοτέχνης πρέπει να γίνεται γνωστός από το έργο του» (σελ. 287). Τώρα φιλοσοφικός του σκοπός ήταν να περιγράψει αυτή την πολυπλοκότερη σύνταξη και να διασαφήσει τον ρόλο των “εσωτερικών σχέσεων” στους λογικούς συμπερασμούς. (σελ. 288). … η ιδέα ότι, αν μια πρόταση έχει νόημα, αν λέει κάτι, πρέπει να έχουμε κάποιαν ιδέα του πως θα ήταν τα πράγματα αν αλήθευε. Ως εκ τούτου, πρέπει να διαθέτουμε κάποια μέσα διακρίβωσης της αλήθειας ή του ψεύδους της. Αυτό έγινε γνωστό στον Κύκλο της Βιέννης ως «Η βιτγκενσταϊνική Αρχή της Επαλήθευσης», η οποία έγινε αποδεκτή με τέτοιο ενθουσιασμό από τα μέλη του Κύκλου, ώστε έκτοτε θεωρείται ως πεμπτουσία του λογικού θετικισμού. (σελ. 290). Η αρχή εκφράζεται με το σλόγκαν: Το νόημα μιας πρότασης είναι ο τρόπος επαλήθευσής της. Και η εξήγηση του Wittgenstein προς τους Schlick και Waismann ήταν η εξής: «Αν πω, για παράδειγμα, “Εκεί επάνω στο ντουλάπι υπάρχει ένα βιβλίο”, τι πρέπει να κάνω για να το επαληθεύσω; Αρκεί να το κοιτάξω απλώς, ή να το κοιτάξω από διαφορετικές γωνίες, να το πάρω στα χέρια μου, να το αγγίξω, να το ανοίξω, να το φυλλομετρήσω, κ.λπ.; Υπάρχουν δύο αντιλήψεις εδώ. Η μία λέει πως, ό,τι κι αν κάνω, δεν θα μπορέσω να επαληθεύσω εντελώς την πρόταση. Μια πρόταση κρατάει, τρόπον τινά, πάντοτε μιαν έξοδο διαφυγής ανοιχτή. Ό,τι κι αν κάνουμε, δεν είμαστε ποτέ σίγουροι ότι έχουμε αποφύγει κάποιο λάθος. Η άλλη αντίληψη, με την οποία συμφωνώ, λέει: “Όχι, αν δεν μπορώ ποτέ να επαληθεύσω εντελώς το νόημα μιας πρότασης, τότε δεν μπορεί να εννοώ κάτι μ’ αυτή την πρόταση. Τότε η πρόταση αυτή δεν δηλώνει απολύτως τίποτε”. Για να ορίσω το νόημα μιας πρότασης, πρέπει να γνωρίζω μια εντελώς συγκεκριμένη διαδικασία για το πότε θα θεωρώ την πρόταση ως επαληθευμένη». Αργότερα ο Wittgenstein αρνήθηκε ότι είχε ποτέ σκοπό να καταστήσει την αρχή αυτή θεμέλιο κάποιας θεωρίας του νοήματος και κράτησε αποστάσεις από τη δογματική εφαρμογή της εκ μέρους των λογικών θετικιστών. Σε μια συνάντηση του Moral Science Club στο Cambridge, είπε: «Συνήθιζα κάποτε να λέω ότι, για να διασαφήσεις μια συγκεκριμένη πρόταση, μια καλή ιδέα είναι ν’ αναρωτιέσαι “Με τι τρόπο άραγε θα προσπαθούσε κάποιος να επαληθεύσει έναν τέτοιο ισχυρισμό;”. Αλλά αυτός δεν είναι παρά ένας τρόπος, ανάμεσα σε τόσους άλλους, για να ξεκαθαρίζεις τη χρήση μιας λέξης ή μιας πρότασης. Λ.χ. μια άλλη ερώτηση που θα ‘ταν χρήσιμο να κάνει κανείς είναι “Πως έμαθα αυτή τη λέξη;”, “Τι τρόπο θα διάλεγα για να μάθω τη χρήση της σ’ ένα παιδί;”. Μερικοί όμως μετέτρεψαν αυτή την απλή ιδέα (το να ζητάμε τις συνθήκες επαληθευσιμότητας) σε δόγμα, λες και εγώ υποστήριζα κάποια θεωρίας του νοήματος». … όταν ανακαλύπτεις ότι δεν υπάρχει τρόπος να επαληθεύσεις μια πρόταση, κατανοείς κάτι σημαντικό γύρω απ’ αυτήν· δεν ανακαλύπτεις όμως ότι δεν υπάρχει τίποτε σ’ αυτήν για να κατανοήσεις: (σελ. 291) «Φαντάσου μια πόλη, όπου οι αστυνομικοί έχουν καθήκον να συλλέγουν από κάθε κάτοικο πληροφορίες για την ηλικία του, τον τόπο προέλευσής του και τη δουλειά του. Καταγράφουν αυτές τις πληροφορίες και τους κάνουν κάποια χρήση. Κάποια στιγμή ένας αστυνομικός ρωτάει έναν κάτοικο τι δουλειά κάνει και ανακαλύπτει ότι δεν κάνει καμία δουλειά. Ο αστυνομικός καταγράφει και αυτό το γεγονός, διότι κι αυτό αποτελεί μια χρήσιμη πληροφορία για τον άνθρωπο!». (σελ. 292). … Το στιλ με το οποίο δίδασκε ο Wittgenstein, κι ακόμη ο τρόπος που έγραφε, απείχαν πάρα πολύ από το περιεχόμενο του μαθήματός του. Λες και κάποιος ποιητής είχε ξεστρατίσει και εισέλθει στο βασίλειο της θεμελίωσης των μαθηματικών και της θεωρίας του νοήματος. Ο ίδιος έγραφε κάποτε: «Πιστεύω πως τη στάση μου απέναντι στη φιλοσοφία τη συνόψισα κάποτε λέγοντας ότι θα ‘πρεπε κανείς να την εξασκεί μονάχα ποιητικά». Στα μαθήματα αυτά ο Wittgenstein περιέγραφε την αντίληψή του για τη φιλοσοφία ως «μια προσπάθεια απαλλαγής από ένα συγκεκριμένο είδος (σελ. 294) αμηχανίας», δηλαδή, από τα «αινίγματα της γλώσσας». Η μέθοδος που χρησιμοποιούσε ήταν η διασάφηση των χαρακτηριστικών της γραμματικής της γλώσσας μας: η γραμματική μάς λέει τί έχει νόημα και τί δεν έχει –«μας επιτρέπει να κάνουμε κάποια πράγματα με τη γλώσσα και όχι κάποια άλλα. Ορίζει τον βαθμό ελευθερίας». Το οκτάεδρο των χρωμάτων είναι ένα παράδειγμα γραμματικής, με την έννοια αυτή, γιατί μας λέει ότι μπορούμε να μιλάμε για γαλαζοπράσινο, όχι όμως και για γαλαζοκόκκινο. Επομένως έχει να κάνει με τη δυνατότητα κι όχι με την αλήθεια. Η γεωμετρία είναι επίσης, με την ίδια έννοια, μέρος της γραμματικής. «Η γραμματική είναι καθρέφτης της πραγματικότητας». … Σύμφωνα με τον Russell, για παράδειγμα, οι λέξεις χρησιμοποιούνται με την πρόθεση να προκαλέσουν κάποια αισθήματα και/ή εικόνες, και μια λέξη έχει χρησιμοποιηθεί σωστά «αν ο μέσος ακροατής επηρεασθεί απ’ αυτήν με τον τρόπο που εννοούσαμε». Σύμφωνα με τον Wittgenstein, αυτή η συζήτηση περί αιτίου και αιτιατού δεν βρίσκει τον στόχο. Στις σημειώσεις του γελοιοποιεί τη συλλογιστική του Russel, με την εξής αναλογία: “Αν θέλω να φάω ένα μήλο και κάποιος μου δίνει μια γροθιά στο στομάχι, οπότε μου φεύγει η διάθεση για φαΐ, τότε αυτό που ήθελα απ' την αρχή ήταν η γροθιά”. “Φιλοσοφικές παρατηρήσεις”. Συνήθως το θεωρούν μια «μεταβατική δουλειά –μεταβατική μεταξύ Tractatus και Φιλοσοφικών Ερευνών- … το εγκατέλειψε όμως σύντομα και, μαζί μ’ αυτό, την εμμονή στην αρχή της επαλήθευσης ως κριτηρίου νοηματικότητας. … Είναι το πιο επαληθευσιοκρατικό και συνάμα το πιο φαινομενολογικό (το ψευδο-καντιανό πρόγραμμα της “φαινομενολογικής ανάλυσης”) απ’ όλα τα γραπτά του. Σ’ αυτό χρησιμοποιούνται τεχνικές που υιοθετήθηκαν από τον Κύκλο της Βιέννης για σκοπούς διαμετρικά αντίθετους από εκείνους για τους οποίους επινοήθηκαν. (σελ. 296). «… Ισχυρίζεται πως, αν έχει νόημα να λέμε “Αυτό είναι κόκκινο”, δεν μπορεί να έχει νόημα να λέμε “Αυτό είναι θορυβώδες”. Υπάρχει ένας “χώρος” χρωμάτων και ένας άλλος ”χώρος” ήχων. Οι ”χώροι” αυτοί είναι, όπως φαίνεται, a priori δεδομένοι, με την καντιανή έννοια ή, τουλάχιστον, όχι ακριβώς έτσι, αλλά όχι και τόσο διαφορετικά. Όταν οι ”χώροι” αυτοί αναμιγνύονται, προκύπτουν γραμματικές πλάνες. …. Οι θεωρίες του είναι σίγουρα σημαντικές και σίγουρα πολύ πρωτότυπες. Αν είναι αληθείς, δεν ξέρω: ειλικρινά ελπίζω να μην είναι, γιατί κάνουν τα μαθηματικά και τη λογική απίστευτα δύσκολα». «Νομίζω ότι μπορώ να καταλάβω τον Wittgenstein, μόνο όταν είμαι καλά στην υγεία μου, κι αυτόν τον καιρό δεν είμαι καλά». (Russell, 5,8-5-1930) (σελ. 287). Όταν κάποιος, σε μια συζήτηση στο Cambridge, πήγε να υπερασπιστεί τις απόψεις του Russell για τον γάμο, το σέξ και τον «ελεύθερο έρωτα» (όπως διατυπώνονταν στο Marriage and Morals), ο Wittgenstein απάντησε: «Αν κάποιος μου πει ότι έχει πάει στα χειρότερα μέρη, δεν έχω δικαίωμα να τον κρίνω, αλλά αν μου πει ότι ήταν η ανώτερη σοφία του που του έδωσε τη δυνατότητα να πάει εκεί, τότε ξέρω ότι ο άνθρωπος αυτός είναι απατεώνας». Από γράμμα του Wittgenstein προς τον Pattisson: «Έχεις ένα φιλόδοξο στόχο. Φυσικά έχεις. Αλλιώς θα ήσουν ένας ανερμάτιστος, με πνεύμα ποντικιού … Σου στέλνω μια φωτογραφία μου. Η κορυφή του κεφαλιού μου έχει αποκοπεί μια και δεν τη χρειάζομαι όταν φιλοσοφώ …». (σελ. 298/299). ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ σελ. 299: { Τα δύο θεωρήματα (μη) πληρότητας του Gödel λένε ότι: (1) μέσα σε κάθε συνεπές τυπικό σύστημα θα υπάρχει μια πρόταση που ούτε αυτή ούτε η άρνησή της θα είναι αποδείξιμες, και (2) η συνέπεια του τυπικού συστήματος αριθμητικής δεν μπορεί να αποδειχθεί εντός του συστήματος αυτού. Το πρώτο πιστεύεται ότι δείχνει πως ο στόχος του Russell στα Principia Mathematica να αναχθεί η προέλευση των μαθηματικών σε ένα και μοναδικό λογικό σύστημα είναι, κατ’ αρχήν, ανέφικτος }. … «Η σημασία μιας πρότασης είναι ο τρόπος με τον οποίον επαληθεύεται»: «Μια πρόταση δεν μπορεί να πει περισσότερα από αυτά που διασφαλίζει η μέθοδος επαλήθευσής της. Όταν λέω “Ο φίλος μου είναι θυμωμένος” και το στηρίζω στο γεγονός ότι δείχνει μια συγκεκριμένη παρατηρήσιμη συμπεριφορά, εννοώ απλώς ότι δείχνει αυτή τη συμπεριφορά…. Μια πρόταση λέει μόνον αυτό που λέει και τίποτ’ άλλο πέρα απ’ αυτό». Σχεδόν αμέσως μόλις γράφτηκαν οι θέσεις αυτές, ο του Wittgenstein έμεινε δυσαρεστημένος από τη διατύπωσή τους, η οποία θεώρησε ότι έπασχε από τον ίδιο λανθασμένο δογματισμό του Tractatus. …. Ανέπτυσσε μιαν αντίληψη περί φιλοσοφίας στην οποία δεν εμφιλοχωρούσαν θέσεις. Το ίδιο υπαινίσσεται στο Tractatus: «Η σωστή μέθοδος στη φιλοσοφία θα ήταν στην πραγματικότητα η ακόλουθη: Να μη λες τίποτε εκτός από αυτό που μπορεί να λεχθεί· μ’ άλλα λόγια, προτάσεις των φυσικών επιστημών –δηλαδή, κάτι που δεν έχει να κάνει με φιλοσοφία- κι όταν, από την άλλη, κάποιος πάει να πει κάτι μεταφυσικό, να του δείχνεις ότι απέτυχε να δώσει νόημα σε ορισμένα σημεία των προτάσεών του. Μια τέτοια μέθοδος δεν θα ήταν ικανοποιητική για τον άλλο – δεν θα είχε την αίσθηση ότι του διδάσκουμε φιλοσοφία- κι ωστόσο, αυτή θα ήταν η μόνη σωστή μέθοδος, με την αυστηρή έννοια του όρου». … το ίδιο το Tractatus αποτυγχάνει παταγωδώς ν’ ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο … Η φιλοσοφική διαύγεια πρέπει να εξηγηθεί με κάποιον άλλο τρόπο, όχι με τη διατύπωση δογματικών ισχυρισμών. … «Αν προσπαθούσε κανείς να προβάλλει θέσεις στη φιλοσοφία, οι θέσεις αυτές δεν θα μπορούσαν ποτέ να τεθούν υπό συζήτησιν, γιατί όλοι θα συμφωνούσαν μαζί τους». (σελ. 300). Αντί να διδάσκει δόγματα και ν’ αναπτύσσει θεωρίες ο φιλόσοφος θα πρέπει να υποδείξει μια τεχνική μια μέθοδο επίτευξης της σαφήνειας. Η αποκρυστάλλωση αυτής της αντίληψης και των συνεπειών της τον έφεραν, σε «ένα πραγματικό σημείο ηρεμίας». «Ξέρω ότι η μέθοδός μου είναι σωστή. Ο πατέρας μου ήταν επιχειρηματίας, το ίδιο κι εγώ: Η φιλοσοφία μου θέλω να είναι όπως μια επιχείρηση: κάτι να επιτυγχάνεται, κάτι να διευθετείται». Η «μεταβατική περίοδος» του Wittgenstein στη φιλοσοφία τελειώνει εδώ. (σελ. 301). Η ΟΜΙΧΛΗ ΔΙΑΛΥΕΤΑΙ «Η άλως της φιλοσοφίας έχει χαθεί»: «διότι τώρα διαθέτουμε μια μέθοδο για να φιλοσοφούμε και μπορούμε να μιλάμε για επιδέξιους φιλοσόφους. Συγκρίνετε με τη διαφορά μεταξύ αλχημείας και χημείας: Η χημεία έχει μια μέθοδο και μιλάμε για επιδέξιους χημικούς». … Ο Wittgenstein δεν πίστευε πως είχε αντικαταστήσει μια μυστική ψευδο-επιστήμη με μια γνήσια επιστήμη, αλλά μάλλον ότι είχε διαβεί μέσα απ’ το νεφέλωμα και τον μυστικισμό της φιλοσοφίας (την «άλω» της) και ανακαλύψει ότι πίσω από αυτά δεν υπάρχει τίποτε. Η φιλοσοφία δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε επιστήμη, γιατί δεν έχει τίποτε ν’ ανακαλύψει. (Ή δεν έχει την «γλώσσα», τη μορφή ζωής που θα της επέτρεπε να μιλήσει για το άρρητο). Τα αινίγματά της είναι αποτέλεσμα κακής χρήσης, παρανόησης της γραμματικής, και απαιτούν όχι λύση αλλά διάλυση. Η μέθοδος διάλυσης των προβλημάτων αυτών δεν συνίσταται στην κατασκευή νέων θεωριών, αλλά στη συλλογή υπομνημάτων για πράγματα που ήδη γνωρίζουμε: «Αυτά που ανακαλύπτουμε στη φιλοσοφία είναι όλα κοινοτοπίες. Η φιλοσοφία δεν μας διδάσκει καινούρια γεγονότα, μόνο η επιστήμη το κάνει αυτό. … Στην πραγματικότητα η φιλοσοφία είναι μια σύνοψη κοινοτοπιών». Στη φιλοσοφία δεν χτίζουμε, όπως ο επιστήμονας, ένα σπίτι. Ούτε καν ρίχνουμε τα θεμέλια για ένα σπίτι. Εμείς απλώς «τακτοποιούμε ένα δωμάτιο». (σελ. 302). «Πρέπει όμως να πω, πως το βιβλίο αυτό δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, καμία σχέση με τον προοδευτικό πολιτισμό της Ευρώπης και της Αμερικής». «Ο πολιτισμός μας χαρακτηρίζεται από τη λέξη “πρόοδος”. Η πρόοδος αυτή συνιστά τη μορφή του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το να προοδεύεις συνιστά χαρακτηριστικό του. Ο πολιτισμός μας είναι τυπικά κατασκευαστικός: καταγίνεται με το να οικοδομεί ολοένα πιο περίπλοκες κατασκευές. Κι αυτή ακόμη η σαφήνεια επιδιώκεται μονάχα ως μέσον προς την επίτευξη αυτού του σκοπού κι όχι ως αυτοσκοπός. Για μένα, αντίθετα, η σαφήνεια και η εποπτικότητα έχουν από μόνες τους αξία. Δεν με ενδιαφέρει να κατασκευάσω ένα οικοδόμημα, αλλά ν’ αποκτήσω μιαν εποπτική θέα των θεμελίων των δυνατών οικοδομημάτων». (σελ. 304). «Θα ήθελα να πω “προς Δόξαν Θεού γέγραπται”, αλλά σήμερα αυτή η δήλωση δεν θα 'ταν άλλο από μια αγυρτεία, αφού κανείς δεν θα την αντιλαμβανόταν όπως πρέπει. Θέλω να πω ότι το βιβλίο γράφτηκε με καλή θέληση κι αν τυχόν δεν γράφτηκε με καλή θέληση, αλλά από ματαιοδοξία, κλπ. Ο συγγραφέας του θα επιθυμούσε να το δει να καταδικάζεται. Δεν μπορεί να το αποκαθάρει από τέτοιου είδους συστατικά, περισσότερο απ' ό,τι ο ίδιος κατάφερε ν' απαλλαγεί απ' αυτά». Στις παραδόσεις του ο Wittgenstein προσπαθούσε ολοένα να εξηγεί ότι δεν είχε να προτείνει κάποια φιλοσοφική θεωρία. Το μόνο που είχε να προτείνει ήταν ο τρόπος αποφυγής της ανάγκης για μια τέτοια θεωρία. «Ποτέ δεν φτάνουμε σε θεμελιώδεις προτάσεις κατά τις έρευνές μας· φτάνουμε στο όριο της γλώσσας που μας απαγορεύει να κάνουμε άλλες ερωτήσεις. Δεν φτάνουμε στον βυθό των πραγμάτων, αλλά σε ένα σημείο από όπου δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, δεν μπορούμε να ρωτήσουμε παραπέρα». (σελ. 305). Η αποφασιστική στιγμή ήρθε όταν άρχισε να παίρνει κυριολεκτικά την ιδέα του Tractatus, πως ο φιλόσοφος δεν έχει τίποτε να πει αλλά μόνο κάτι να δείξει, και την εφαρμόζει με μεγάλη αυστηρότητα, εγκαταλείποντας εντελώς την προσπάθεια να πει κάτι με «ψευδο-προτάσεις». (σελ. 306). Όπως το έθεσε ο Drury, «καλοπροαίρετοι σχολιαστές, έκαναν τα γραπτά του Wittgenstein να φαίνονται τώρα αφομοιώσιμα από εκείνους τους κύκλους της διανόησης κατά των οποίων τα γραπτά αυτά εστρέφοντο». «Για μένα», τους έλεγε (Schlick, Waismann), μια θεωρία δεν έχει αξία. Μια θεωρία δεν μου προσφέρει τίποτε». … δύο αντιλήψεις περί ουσίας του αγαθού (διέκρινε ο Schlick): Σύμφωνα με την πρώτη, το αγαθό είναι αγαθό επειδή είναι αυτό που θέλει ο Θεός· σύμφωνα με την δεύτερη, ο Θεός θέλει το αγαθό επειδή είναι αγαθό. Η δεύτερη, έλεγε ο Schlick είναι βαθιά. Αντιθέτως ο Wittgenstein υποστήριζε ότι η πρώτη είναι πιο βαθιά: «Διότι κλείνει (σελ. 308) τον δρόμο σε κάθε εξήγηση του “γιατί” κάτι είναι αγαθό, ενώ η δεύτερη είναι η ρηχή, ρασιοναλιστική ερμηνεία, η οποία κάνει να φαίνεται “σαν να” μπορεί να δικαιολογηθεί αυτό που είναι αγαθό». «Η πρώτη αντίληψη λέει σαφώς ότι η ουσία του αγαθού δεν έχει να κάνει με γεγονότα και επομένως δεν μπορεί να εξηγηθεί με προτάσεις. Αν υπάρχει πρόταση που να εκφράζει ακριβώς αυτό που πιστεύω, είναι η πρόταση “Αγαθό είναι εκείνο που ο Θεός προστάζει”». «Αν εσύ κι εγώ θέλουμε να ζήσουμε θρησκευτική ζωή, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μιλάμε συνεχώς για τη θρησκεία, σημαίνει ότι ο τρόπος ζωής μας θα πρέπει να είναι διαφορετικός» είχε πει στον Drury. (σελ. 309). ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ Όντως, το βαθύ στοιχείο στη μεταφυσική, όπως και στη μαγεία, είναι η έκφραση ενός κατά βάσιν θρησκευτικού αισθήματος –η επιθυμία να χτυπάμε στα όρια της γλώσσας μας, για την οποία είχε μιλήσει ο Wittgenstein αναφερόμενος στην ηθική: την επιθυμία να υπερβούμε τα όρια της λογικής και να κάμουμε το “άλμα της πίστης” που προτείνει ο Kierkegaard. Η επιθυμία αυτή, σε όλες τις εκδηλώσεις της, ήταν κάτι για το οποίο ο Wittgenstein έδειχνε βαθύτατο σεβασμό, είτε επρόκειτο για τη φιλοσοφία του Kierkegaard ή του Heidegger, είτε για τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου, για τις προσευχές του Δρα Johnson, είτε για την αφιέρωση των μοναχών. Και ο σεβασμός του δεν περιοριζόταν στις μορφές του χριστιανισμού. Όλες οι θρησκείες είναι υπέροχες, έλεγε στον Drury, «ακόμη κι εκείνες των πρωτόγονων φυλών». «Ο Frazer δεν μπορεί να φανταστεί ιερέα που να μην είναι στην ουσία ο Άγγλος εφημέριος του καιρού μας, μ’ όλην εκείνη την βλακεία και τη χλιαρότητά του … Ο Frazer είναι πολύ πιο άγριος από τους περισσότερους αγρίους του, διότι αυτούς δεν τους χωρίζει τόσο μεγάλη απόσταση από ένα πνευματικό ζήτημα, όση χωρίζει έναν Εγγλέζο του εικοστού αιώνα». (σελ. 315). Όσο έζησε ο Wittgenstein, δεν έπαψε ποτέ να μάχεται εναντίον της ίδιας του της έπαρσης και να εκφράζει αμφιβολίες για τα φιλοσοφικά του επιτεύγματα και την ηθική του τιμιότητα. (σελ. 322). «Αν υπήρχαν θέσεις στην φιλοσοφία, θα έπρεπε να ήταν τέτοιες που να μην αμφισβητούνται. Γιατί θα έπρεπε να διατυπώνονται με τέτοιον τρόπο, ώστε όλοι να λένε: Μα φυσικά, είναι ξεκάθαρο. Όσο υπάρχει δυνατότητα να έχουμε διαφορετικές γνώμες και να ερίζουμε περί ενός θέματος, θα σημαίνει ότι τα πράγματα δεν έχουν ακόμη εκφρασθεί με επαρκή σαφήνεια». (σελ. 325). Αυτό που αντικαθιστά την θεωρία είναι η γραμματική. (σελ. 327). Τα γραμματικά λάθη των φιλοσόφων διαφέρουν, λοιπόν, από τα συνηθισμένα λάθη μόνο κατά το ότι είναι πιο ολέθρια. Γι’ αυτό και η μελέτη των λαθών αυτών είναι άσκοπη –μάλιστα, κάτι χειρότερο από άσκοπη: επιζήμια. Το θέμα δεν είναι να τα μελετήσουμε, αλλά ν’ απελευθερωθούμε απ’ αυτά. Συμβούλευσε … όπως και τους περισσότερους μαθητές του, να μη γίνει καθηγητής της φιλοσοφίας. Μόνο ένα πράγμα ήταν χειρότερο: να γίνει δημοσιογράφος. Έπρεπε να κάνει μια πραγματική δουλειά, να δουλέψει με απλούς ανθρώπους. Η ακαδημαϊκή ζωή ήταν απεχθής. … Το κουτσομπολιό της καμαριέρας του στο κολέγιο ήταν πολύ προτιμότερο από τις υποκριτικές εξυπνάδες στην τραπεζαρία των καθηγητών. (σελ. 328). «Όλο κι όλο που μπορεί να κάνει η φιλοσοφία, είναι να καταστρέφει είδωλα». «Αλλά», συμπληρώνει μ’ ένα σαρωτικό χτύπημα κατά του Κύκλου της Βιέννης, «αυτό δεν σημαίνει ότι, ‘απουσία ειδώλων’, θα πρέπει να κατασκευάσει νέα». «Η πραγματική ανακάλυψη είναι αυτή που μου επιτρέπει να σταματώ να φιλοσοφώ … εκείνη που γαληνεύει τη φιλοσοφία …». (σελ. 330). «Η φιλοσοφική σαφήνεια θα φέρει στην ανάπτυξη των μαθηματικών το ίδιο αποτέλεσμα που ο ήλιος έχει πάνω στα βλαστάρια της πατάτας (τα οποία, στο σκοτεινό κελάρι, γίνονται ένα μέτρο μακριά)». «Τίποτε δεν μου φαίνεται πιο απίθανο απ’ το να επηρεαστεί σοβαρά στον τρόπο δουλειάς του ο επιστήμονας ή ο μαθηματικός που θα με διαβάσει». (σελ. 332). «Ο Hardy έχει κατά νουν φιλοσοφικές γνώμες. Εγώ αντιλαμβάνομαι τη φιλοσοφία ως δραστηριότητα που διασαφεί τη σκέψη». (σελ. 335). Ο Skinner είναι το τελειότερο δείγμα παιδικής αθωότητας και μυαλού πρώτης τάξης, που η Fania Pascal είχε περιγράψει ως αναγκαίες προϋποθέσεις της βιτγκεσταϊνικής μαθητείας. (σελ. 338). Η συμβουλή του Wittgenstein στους φίλους και μαθητές του ν’ αφήσουν την ακαδημαϊκή ζωή ήταν βασισμένη στην πεποίθησή του ότι η ατμόσφαιρα εκεί ήταν πολύ αραιή για να στηρίξει μια καλή ζωή. Δεν υπάρχει οξυγόνο στο Cambridge, είχε πει στον Drury. Για τον ίδιο δεν είχε σημασία –αυτός παρήγε το δικό του. Αλλά για τους ανθρώπους που ήταν εξαρτημένοι από τον αέρα που τους περιέβαλλε, ήταν σημαντικό να φύγουν, να πάνε σ’ ένα υγιέστερο περιβάλλον. Το ιδεώδες ήταν μια δουλειά σχετική με το ιατρικό επάγγελμα. (σελ. 339). … Από όλους τους μαθητές του, εκείνο που τον γέμιζε με περηφάνια και ικανοποίηση ήταν ο ρόλος που έπαιξε στην καριέρα του Drury (τον έπεισε να γίνει γιατρός). Μια-δυο φορές ο Wittgenstein σκέφθηκε σοβαρά να σπουδάσει ο ίδιος γιατρός, για ν’ αποδράσει από τη «νέκρα» της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. (σελ. 340). «Μιαν από τις μεγαλύτερες πηγές φιλοσοφικής σύγχυσης», η τάση μας να παραπλανιόμαστε από τα ουσιαστικά και ν’ αναζητούμε κάτι που αντιστοιχεί σ’ αυτά. Έτσι ρωτάμε: «τι είναι χρόνος;» «Τι είναι νόημα;» «Τι είναι γνώση;» Και περιμένουμε πως θα μπορέσουμε ν’ απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις κατονομάζοντας κάποιο πράγμα. … είπε κάποτε ότι η μέθοδος του θα μπορούσε να περιγραφεί συνοπτικά ως το άκρον αντίθετο της σωκρατικής. (σελ. 342). «Οι φιλόσοφοι έχουν συνεχώς τη μέθοδο της επιστήμης προ οφθαλμών και νιώθουν τον ακατανίκητο πειρασμό να θέτουν ερωτήσεις και να δίνουν απαντήσεις με τον τρόπο που η επιστήμη το κάνει. Αυτή η τάση είναι η πραγματική πηγή της μεταφυσικής και οδηγεί τον φιλόσοφο στο τέλειο σκοτάδι». (σελ. 343). «Είμαι κομμουνιστής στην καρδιά». (σελ. 348). … Ο Wittgenstein ήθελε να εγκατασταθεί στη Ρωσία ως απλός εργάτης ή ως φοιτητής ιατρικής και να εγκαταλείψει οπωσδήποτε τη φιλοσοφία. … Μόνο μετά από πιεστικές παρακλήσεις του Thomson αποφάσισε να μην καταστρέψει τα σημειωματάρια του, αλλά να τα δώσει προς φύλαξη στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου. (σελ. 352). … λέει ότι το να ζεις στη Ρωσία είναι σαν να υπηρετείς στον στρατό. … για να επιζήσει κανείς χρειάζεται και κάποια μικροανεντιμότητα. (σελ. 358). Οι λόγοι που έκαναν τον Wittgenstein να θέλει να ζήσει στη Ρωσία είχαν κατά την γνώμη μου να κάνουν κυρίως με την επιθυμία του να διαχωρίσει τη θέση του από τα γερόντια της Δύσης, καθώς και από την καραρρέουσα και αποσυντιθέμενη κουλτούρα της Δυτικής Ευρώπης. (σελ. 359). Για τον Wittgenstein, όλες οι φιλοσοφικές θεωρίες έχουν τις ρίζες τους σε τέτοιου είδους εικόνες, και πρέπει να ξεριζώνονται με την εισαγωγή μιας νέας εικόνας, μιας νέας μεταφοράς: «Μια παρομοίωση που έχει ενσωματωθεί στις μορφές της γλώσσας μας δημιουργεί μια ψευδή εξωτερική εμφάνιση, κι αυτό μας βάζει σε ανησυχία». (σελ. 369). «Μια εικόνα μας κρατούσε φυλακισμένους. Και δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω απ’ αυτήν, γιατί βρισκόταν μέσ’ στη γλώσσα μας και η γλώσσα έμοιαζε να μας την επαναλαμβάνει αδυσώπητα». (σελ. 370). «Έχει πολλές εξαιρετικές παρομοιώσεις», είπε κάποτε σ’ ένα μάθημα, αναφερόμενος στη δουλειά του Freud· και για τη δική του συνεισφορά στη φιλοσοφία έλεγε: «Αυτό που εγώ επινοώ είναι νέες παρομοιώσεις». Η ικανότητά του να σχηματίζει μια συνοπτική άποψη κατασκευάζοντας διαφωτιστικές παρομοιώσεις και μεταφορές ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό που επιθυμούσε να συνεισφέρει στην ψυχιατρική. (σελ. 362). «Διότι η σαφήνεια που επιδιώκουμε είναι η τέλεια σαφήνεια. Κι αυτό σημαίνει απλώς ότι τα φιλοσοφικά προβλήματα πρέπει να εξαφανιστούν εντελώς. Η πραγματική ανακάλυψη είναι αυτή που επιτρέπει να σταματώ να φιλοσοφώ όταν το θέλω –εκείνη που γαληνεύει τη φιλοσοφία … ο Wittgenstein ρωτάει: «Από πού αντλεί τη σπουδαιότητά της η έρευνά μας, αφού φαίνεται να καταστρέφει κάθε τι ενδιαφέρον, δηλαδή, κάθε τι μεγάλο και σημαντικό (σαν να λέμε, όλα τα κτίρια, αφήνοντας πίσω της χαλάσματα;)» … «Τα αποτελέσματα της φιλοσοφίας είναι η αποκάλυψη της μιας ή της άλλης καθαρής ανοησίας και των καρούμπαλων που ο νους απόχτησε χτυπώντας στα όρια της γλώσσας. Αυτά -τα καρούμπαλα- μας κάνουν να δούμε την αξία της αποκάλυψης». (σελ. 370). Στις Φιλοσοφικές έρευνες απλώς προτείνει μια τεχνική απαλλαγής απ’ τις συγχύσεις … Το πρόβλημα του να γράφεις καλή φιλοσοφία και του να σκέφτεσαι σωστά γύρω από τα φιλοσοφικά προβλήματα έχει περισσότερο να κάνει με τη βούληση παρά με τη διάνοια –τη βούληση ν’ αντισταθείς στον πειρασμό της παρανόησης, τη βούληση ν’ αντισταθείς στην επιφανειακότητα. Αυτό που εμποδίζει τη γνήσια κατανόηση είναι συχνά, όχι η απουσία ευφυΐας, αλλά η παρουσία της έπαρσής μας. Γι' αυτό: «Πρέπει να γκρεμίσεις το οικοδόμημα της έπαρσής σου. Κι αυτό απαιτεί φοβερή δουλειά». Η διερεύνηση του εαυτού σου, που απαιτείται για την κατεδάφιση της έπαρσής σου, είναι αναγκαία, όχι μόνο για να γίνεις αξιοπρεπής άνθρωπος, αλλά και για να γράψεις αξιοπρεπή φιλοσοφία. «Αν κάποιος είναι απρόθυμος να κατεβεί στο βάθος του εαυτού του, επειδή θα είναι πολύ οδυνηρό, τα όσα γράφει θα είναι επιφανειακά». «Το να ψεύδεσαι στον εαυτό σου για τον εαυτό σου, το να εξαπατάς τον εαυτό σου, ως προς την υποκρισία της βουλητικής σου κατάστασης έχει βλαβερές επιπτώσεις στο [προσωπικό σου] ύφος. Διότι έτσι δεν θα είσαι σε θέση να δεις τι είναι γνήσιο και τί ψεύτικο στο ύφος [σου]. Αν παίζω θέατρο στον εαυτό μου, τότε αυτό είναι που το ύφος θα εκφράζει. Και τότε το ύφος δεν μπορεί να είναι το δικό μου ύφος. Αν δεν θες να μάθεις ποιος είσαι, αυτά που γράφεις θα είναι ένα είδος απάτης. (σελ. 371). Παράλληλα με την τελική διαμόρφωση του βιβλίου του ο Wittgenstein ετοίμαζε μιαν εξομολόγηση στην οποία περιέγραφε τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπήρξε αδύναμος και ανέντιμος. Σκόπευε να διαβάσει την εξομολόγηση αυτή σε μέλη της οικογενείας του και σε μερικούς από τους πιο στενούς του φίλους. Ένιωθε, προφανώς, ότι δεν ήταν αρκετό να ομολογήσει την απάτη στον εαυτό του. Για να μπορέσει να «γκρεμίσει», με τον σωστό τρόπο, την «έπαρση» που βρισκόταν πίσω απ’ τις αδυναμίες του, έπρεπε να απευθύνει την εξομολόγησή του και σε άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτόν ήταν θέμα υψίστης σημασίας … (σελ. 372). Ο Wittgenstein πέρασε το Χριστούγεννα στη Βιέννη και έκανε την εξομολόγησή του στους … (σελ. 373). Αυτό που ο Wittgenstein επεδίωκε δεν ήταν να πληγώσει την έπαρσή του για ν’ αυτοτιμωρηθεί, αλλά να την κατεδαφίσει –να άρει το φράγμα, που του έκοβε τον δρόμο προς την έντιμη και αξιοπρεπή σκέψη … δεν πήγε στο Otterthal για να αναζητήσει τον πόνο και την ταπείνωση· πήγε αποφασισμένος να ζητήσει συγνώμη, παρά τον πόνο και την ταπείνωση. «Τον προηγούμενο χρόνο ανέκτησα, με τη βοήθεια του Θεού, την αυτοκυριαρχία μου και έκανα μιαν εξομολόγηση. Αυτό με έφερε σε πιο ήρεμα νερά, σε καλύτερες σχέσεις με τους ανθρώπους και σε μεγαλύτερη σοβαρότητα. Αλλά τώρα είναι σαν να τελείωσαν όλ’ αυτά, και δεν απέχω πολύ απ’ το σημείο που είχα ξεκινήσει. Είμαι υπέρμετρα δειλός. (σελ. 376). … θεωρούσε τη μόλυνση σοβαρή και χρήζουσα συνεχούς θεραπείας ενώ τα σωματικά τραύματα συγκριτικώς ασήμαντα. Λίγο μετά την επιστροφή του στη Νορβηγία, στις αρχές του 1937, έσπασε ένα πλευρό σε ατύχημα. Και, ενώ την ηθική του κατάσταση τη θεωρούσε επείγουσα, αυτό το έβαλε στην άκρη αστειευόμενος. «Σκεφτόμουν να τους ζητήσω να μου αφαιρέσουν το πλευρό και να μου φτιάξουν μια σύζυγο απ’ αυτό, αλλά μου είπαν ότι η τέχνη της κατασκευής γυναικών από πλευρά έχει πια εκλείψει». (σελ. 377). «… είμαι ένας τιποτένιος». (σελ. 378). «Είμαι ανέλπιδα παγιδευμένος στη μικρότητα. Είμαι ευερέθιστος, σκέφτομαι μόνο τον εαυτό μου. Η ζωή μου είναι αξιοθρήνητη κι ωστόσο δεν έχω ιδέα πόσο αξιοθρήνητη είναι». (σελ. 379). «Είμαι άθρησκος, αλλά αγωνιώ και φοβάμαι» (7-9-1937). «Ο χριστιανισμός δεν είναι κανένα δόγμα· δεν είναι θέλω να πω, καμιά θεωρία περί του τι συνέβη ή πρόκειται να συμβεί στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά μια περιγραφή του τι πραγματικά συμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου. Γιατί η «συνείδηση της αμαρτίας» είναι ένα πραγματικό γεγονός, όσο πραγματική είναι η απελπισία ή η λύτρωση μέσω της πίστης. Όσοι μιλούν γι’ αυτά τα πράγματα απλώς περιγράφουν τι συνέβη σ’ αυτούς, άσχετα με το πώς θα το σχολιάσει ο καθένας μας». (4-9-1937) (σελ. 380). Όταν στις φουρτούνες των επόμενων ημερών, ένιωσε τον πειρασμό να βλασφημήσει τον Θεό, μάλωσε τον εαυτό του, λέγοντας: «Αυτό ήταν σκέτη προστυχιά και δεισιδαιμονία». Ο Wittgenstein βάζει δίπλα δίπλα το γεγονός ότι κοιμήθηκαν μαζί με την από μέρους του έλλειψη αγάπης … σαν να περίμενε ν’ ανακαλύψει ότι ο Weininger είχε δίκιο όταν έγραφε πως «η φυσική επαφή με το αντικείμενο της αγάπης μας (κατά την οποία αφυπνίζεται το σεξουαλικό ένστικτο) είναι ικανή να σκοτώσει τον έρωτα επί τόπου». (σελ. 381). Ένιωθε πάντα, έγραφε –κάτι που ένας πραγματικά θεοσεβής άνθρωπος δεν αισθάνεται ποτέ –πως ο Θεός ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό που ο Wittgenstein ήταν: «Αυτό είναι το αντίθετο της ευσέβειας. Έχω πάντοτε την τάση να λέω: “Θεέ μου, αν Εσύ δεν με βοηθήσεις, τι μπορώ να κάνω εγώ;”. Και μολονότι η στάση αυτή συμφωνεί μ’ εκείνα που η Βίβλος διδάσκει, δεν είναι η στάση ενός αληθινού θεοσεβούς ανθρώπου, γιατί ο θεοσεβής άνθρωπος θα ανελάμβανε την ευθύνη για τον εαυτό του. «Πρέπει να αγωνιστείς», παρότρυνε τον εαυτό του, «άσε ήσυχο τον Θεό». Παρ’ όλες τις παροτρύνσεις, παρέμενε «φιλήδονος, αδύναμος και μοχθηρός» Στο πλοίο που τον πήγαινε στο Bergen, o Wittgenstein έγραψε για την Ανάσταση του Χριστού και για εκείνο που τον έκανε να τείνει να πιστέψει σ’ αυτήν. Σκεφτόταν πως, αν ο Χριστός δεν «ανέστη εκ νεκρών», τότε έλειωσε στον τάφο του όπως κάθε άλλος άνθρωπος. «Είναι νεκρός και αποσυντεθειμένος». Έπρεπε να επαναλάβει και να υπογραμμίσει τη σκέψη αυτή για να αντιληφθεί πόσο απαίσια ήταν. Διότι, αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Χριστός ήταν ένα δάσκαλος σαν όλους τους άλλους «και δεν μπορεί πια να βοηθήσει. Κι εμείς είμαστε πάλι ορφανεμένοι και μοναχοί. Και δεν μας μένει παρά μόνο η σοφία και ο στοχασμός». Κι αν αυτό είναι ό,τι έχουμε, τότε (σελ. 387) «βρισκόμαστε μέσα σε μια Κόλαση όπου μόνο να ονειρευόμαστε μπορούμε, ενώ ένα είδος στέγης μας χωρίζει από τον Ουρανό. Αν ήθελε να σωθεί, να λυτρωθεί, τότε η σοφία δεν ήταν αρκετή. Χρειαζόταν πίστη: Και πίστη σημαίνει πίστη σ’ εκείνο που η καρδιά μου, η ψυχή μου χρειάζεται κι όχι η στοχαζόμενη διάνοιά μου. Γιατί είναι η ψυχή μου με τα πάθη της, σαν να λέμε με τη σάρκα και τα οστά της, εκείνο που πρέπει να σωθεί κι όχι το αφηρημένο Πνεύμα μου. Θα μπορούσαμε να πούμε: Μόνο η Αγάπη μπορεί να πιστέψει στην Ανάσταση. Είναι η Αγάπη που πιστεύει στην Ανάσταση. Η λυτρωτική αγάπη πιστεύει ακόμη και στην Ανάσταση. Εμμένει στην Ανάσταση. Αυτό που χρειαζόταν για ν’ αποδράσει από την κόλαση της μοναξιάς ήταν ίσως, σε τελευταία ανάλυση, ν’ αγαπήσει. Αν μπορούσε να το κάνει αυτό, τότε θα μπορούσε να υπερνικήσει τις αμφιβολίες του, να πιστέψει στην Ανάσταση, κι έτσι να λυτρωθεί. Ίσως, αυτό που χρειαζόταν πρώτα ήταν ν’ αγαπηθεί απ’ τον Θεό. «… Λυτρώσου πρώτα και βαστήξου γερά τότε θα δεις ότι βαστιέσαι απ’ αυτή την πίστη». Πρώτα πρέπει να λυτρωθείς: «Τότε τα πάντα θα είναι διαφορετικά και δεν θα “είναι ν’ απορείς”, αν τυχόν τότε κάνεις πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις τώρα»: λ.χ. να πιστέψεις στην Ανάσταση. Φαίνεται λοιπόν ότι η πίστη στην Ανάσταση είναι απαραίτητη για τη σωτηρία, αλλά η σωτηρία χρειάζεται για να πιστέψεις στην Ανάσταση. Ποιος θα σπάσει τον φαύλο κύκλο; Αυτός ο ίδιος ή ο Θεός; Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του· αλλά δεν ήταν δική του δουλειά και να τις συγχωρήσει. (σελ. 388). … Ο στόχος ήταν η καταστροφική επίδραση που η λατρεία της επιστήμης και της επιστημονικής μεθόδου είχε σε ολόκληρο το φάσμα της πολιτισμικής μας ανάπτυξης. … Έλεγε ότι «έκανε προπαγάνδα» υπέρ ενός τρόπου σκέψης σε αντίθεση με κάποιον άλλον. «Ο άλλος ειλικρινά με αηδιάζει», πρόσθετε. Με το «άλλος» εννοούσε τη λατρεία της επιστήμης. Συζητώντας για την αισθητική ο Wittgenstein δεν προσπαθούσε να συνεισφέρει στον τομέα της φιλοσοφίας που φέρει το ίδιο όνομα. Η ίδια η ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει τέτοιος τομέας στη φιλοσοφία είναι συνέπεια, ή ίσως σύμπτωμα, του «άλλου» τρόπου σκέψης. Αντίθετα, ο Wittgenstein προσπαθούσε να κρατήσει μακριά τα ερωτήματα αισθητικής αποτίμησης από τον τομέα αυτόν και ειδικότερα απ’ την ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μια επιστήμη της αισθητικής. (σελ. 408). «Μπορεί κανείς σας να νομίζει ότι η αισθητική είναι η επιστήμη που μας λέει τι είναι ωραίο. Πολύ γελοία άποψη για να τη σχολιάσει κανείς». … Αντί να προσπαθεί ν’ απαντήσει στα παραδοσιακά ερωτήματα της αισθητικής («Τι είναι ωραίο;») ο Wittgenstein παραθέτει μια σειρά παραδειγμάτων για να δείξει ότι η καλλιτεχνική αποτίμηση δεν έγκειται στο να στέκεσαι μπροστά σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής και να λες «Αυτό είναι ωραίο». Η αποτίμηση παίρνει μιαν εκπληκτική ποικιλία μορφών, οι οποίες διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό, και πολύ συχνά δεν συνίσταται στο να λες κάτι. … «δεν είναι απλώς δύσκολο να περιγράψεις σε τι συνίσταται η αποτίμηση· είναι αδύνατο. Για να περιγράψουμε σε τι συνίσταται θα πρέπει να περιγράψουμε το όλο περιβάλλον της». (σελ. 409). … όχι μια εξήγηση που θα προσφέρει το αίτιο της ομορφιάς κάποιου πράγματος, αλλά μια εξήγηση που, δείχνοντάς μας διασυνδέσεις που δεν είχαμε σκεφθεί μέχρι τότε, δείχνει τι είναι ωραίο σ’ αυτό το πράγμα … (σελ. 411). Μόνον αυτοί οι άνθρωποι που έχουν ξεπεράσει εντελώς τη δική τους έπαρση, υποτασσόμενοι στον κύριό τους μπορούν ν’ αντιληφθούν πότε ο βασιλιάς πλησιάζει και πότε είναι παρών. Το έργο (THE KING OF THE DARK CHAMBER, του Ταγκόρ) αναφέρεται στην αφύπνιση –ή θα μπορούσε να πει κανείς στην ταπείνωση, στην υποταγή- της συζύγου του βασιλια. Αρχικά εμφανίζεται σαν μια ξιπασμένη βασίλισσα, … μόνον όταν εξ αιτίας του λάθους της (να ερωτευτεί έναν άλλο βασιλιά) πέφτει σε βαθιά απελπισία, όταν αισθάνεται εντελώς ταπεινωμένη κι εξευτελισμένη, έχοντας αποβάλει την έπαρσή της, μπορεί να συμφιλιωθεί με τον πραγματικό της σύζυγο, μπροστά στον οποίον τώρα υποκλίνεται σε πλήρη υποταγή. (σελ. 413). Ο Wittgenstein δεν επιθυμεί να δει τον Θεό ή να βρει τους λόγους της ύπαρξής Του. Πίστευε πως, αν μπορούσε να υπερβεί τον εαυτό του –αν ερχόταν μια μέρα που «θα υποκλινόταν σε ένδειξη υποταγής μέχρι το χώμα», τότε ο Θεός, τρόπον τινά, θα ερχόταν σ’ αυτόν· και τότε θα λυτρωνόταν. … «Ο Russell και οι παπάδες έχουν κάνει άπειρη ζημιά, άπειρη ζημιά». Γιατί όμως έβαλε μαζί τον Russell και τους παπάδες σ’ αυτή την καταδίκη; Διότι και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι η φιλοσοφική δικαιολόγηση των θρησκευτικών πίστεων είναι απαραίτητη για να τους δώσει κανείς βάση. Τόσο ο άθεος που χλευάζει τη θρησκεία διότι δεν βρίσκει αποδείξεις για τα δόγματά της, όσο και ο πιστός που προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, έχουν πέσει θύματα του «άλλου» -θύματα της ειδωλολατρίας του επιστημονικού τρόπου σκέψης. (σελ. 414). … Ο βασιλιάς απαντάει: «Αυτό που μπορεί να συγκριθεί μαζί μου υπάρχει μέσα σου». … «Η αγάπη σου ζει μέσα μου –εσύ καθρεφτίζεσαι στην αγάπη αυτή, και βλέπεις σε μένα την αντανάκλαση του προσώπου σου: τίποτε απ’ αυτό δεν μου ανήκει, είναι όλο δικό σου». Σε άλλο σημείο ο βασιλιάς κρατάει τον καθρέφτη. Εκείνοι που νομίζουν πως είναι άσχημος, σκέφτονται έτσι επειδή πλάθουν την εικόνα του βασιλιά σύμφωνα με το δικό τους είδωλο στον καθρέπτη (Ταγκόρ). (σελ. 416). Στο πλαίσιο της αναζήτησης της λύτρωσης μέσα από την κατεδάφιση της έπαρσης, το φιλοσοφικό έργο του Wittgenstein κατέχει μια παράξενα αμφίβολη θέση. Από τη μια, εμφορείται από την ίδια νοοτροπία που δρομολόγησε την αναζήτηση της λύτρωσης· από την άλλη αποτελεί αυτό το ίδιο τη μεγαλύτερη πηγή της έπαρσής του. (σελ. 417). «Το ότι έγινα καθηγητής είναι πολύ κολακευτικό, αλλά θα ήταν πολύ καλύτερο για μένα να είχα μια δουλειά στους σιδηροδρόμους, ανεβοκατεβάζοντας τις μπάρες στις διασταυρώσεις. Δεν παίρνω καμία ικανοποίηση από τη θέση μου (εκτός από αυτήν που παίρνει μερικές φορές η ματαιοδοξία μου και η βλακεία μου)». … τώρα ήταν ο Russell και οι θεωρητικοί της λογικής που έκαναν άπειρη ζημιά, και εκείνο που έπρεπε να σωθεί από τα νύχια των κατασκευαστών φιλοσοφικών θεωριών ήταν τα μαθηματικά. (σελ. 419). Οι διαλέξεις γύρω από τα μαθηματικά αποτελούν μέρος της γενικής επίθεσης του Wittgenstein στην ειδωλολατρία της επιστήμης. Μάλιστα θεωρούσε αυτή τη συγκεκριμένη εκστρατεία ως το σημαντικότερο μέρος του αγώνα. «Σε κανένα θρησκευτικό δόγμα, η κακή χρήση των μεταφυσικών εκφράσεων δεν προξένησε τόσο κακό όσο στα μαθηματικά». Η «γοητεία» που ασκούσε η μεταφυσική των μαθηματικών ήταν ισχυρότερη … και ακόμη ισχυρότερη ήταν η επιρροή της στην ειδωλοποίηση της επιστήμης, που ήταν το χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα, ίσως μάλιστα και συντελεστής της πολιτισμικής μας παρακμής. Σκοπός του λοιπόν ήταν η καταστροφή αυτής της μεταφυσικής. (σελ. 420). «Για μας τα μαθηματικά προβλήματα της λεγόμενης θεμελίωσης στηρίζουν τόσο τα μαθηματικά όσο και ο ζωγραφικός βράχος τον ζωγραφικό πύργο». Η τεχνική του Wittgenstein συνίστατο στην εκ νέου περιγραφή του συνόλου των μαθηματικών, εις τρόπον ώστε η μεν μαθηματική λογική να εμφανίζεται ως φιλοσοφική διαστροφή, η δε εικόνα των μαθηματικών ως επιστήμης που ανακαλύπτει γεγονότα περί μαθηματικών αντικειμένων (αριθμών, συνόλων, …) να εξαλείφεται εντελώς. «Θα προσπαθήσω ξανά και ξανά, να δείξω ότι αυτό που λέγεται μαθηματική ανακάλυψη θα ήταν πολύ καλύτερα να λεγόταν μαθηματική επινόηση». Ο μαθηματικός δεν έχει τίποτε ν’ ανακαλύψει. Η μαθηματική απόδειξη δεν εξασφαλίζει την αλήθεια ενός συμπεράσματος. Μάλλον καθορίζει τη σημασία ορισμένων σημείων. Επομένως, ο «ανένδοτος» χαρακτήρας των μαθηματικών δεν έγκειται στη βεβαία γνώση μαθηματικών αληθειών, αλλά στο ότι οι μαθηματικές προτάσεις είναι γραμματικές. Αν κάποιος αρνηθεί ότι δύο συν δύο ίσον τέσσερα, δεν διαφωνεί με μιαν ευρέως αποδεκτή άποψη περί κάποιου γεγονότος· απλώς δείχνει ότι αγνοεί το νόημα των εμπλεκομένων όρων. (σελ. 422). Τον Σεπτέμβριο του 1937, όταν τα πράγματα πήγαιναν άσχημα με τη δουλειά του, παρακινούσε τον εαυτό του να κάνει κάτι άλλο. Αλλά «πώς να βρω τη δύναμη να κάνω κάτι άλλο, όταν δεν είμαι αναγκασμένος, όπως εν καιρώ πολέμου;». … Προσπάθησε –ανεπιτυχώς- να αποτρέψει τον Malcolm απ’ το ν’ ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Δεν θα ‘ταν καλύτερα να κάνει κάποια χειρωνακτική εργασία … σ’ ένα ράντσο ή μια φάρμα; … Συγχαίροντας τον Malcolm για το διδακτορικό του, τον προέτρεψε να το χρησιμοποιήσει σωστά και να μην ξεγελάσει τον εαυτό του ή τους μαθητές του: «Διότι, αν δεν πέφτω πολύ έξω, αυτό ακριβώς περιμένουν από σένα». … «Μόνο με θαύμα θα μπορούσες να κάνεις αξιοπρεπή δουλειά διδάσκοντας φιλοσοφία». (σελ. 429). IV - 1941-1951 Τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου ήταν απογοητευμένος που δεν έβρισκε δουλειά έξω απ’ την ακαδημαϊκή ζωή. Του ήταν αφόρητο να διδάσκει φιλοσοφία ενώ γινόταν πόλεμος. … Ο Ryle καθηγητής φυσικής στο Cambridge που από το 1940 δούλευε στο Guy’s Hospital γράφει: «Μου κίνησε το ενδιαφέρον το γεγονός ότι, μετά από τόσα χρόνια καθηγητής στο Trinity, δεν έχει γίνει σαν τους άλλους, αλλά, αντίθετα, υποφέρει από τη νέκρα του πανεπιστημίου. … Θέλει να κάνει κάποια χειρωνακτική δουλειά σε νοσοκομείο, όσο διαρκεί ο πόλεμος, και, αν χρειαστεί θα παραιτηθεί κι από την έδρα του … εκείνο που θέλει είναι να δουλέψει σε μια βομβαρδισμένη περιοχή …» (σελ. 437). … άρχισε να δουλεύει στο Guy’s ως βοηθός στο φαρμακείο του νοσοκομείου. Ο Ryle σεβάστηκε την επιθυμία του Wittgenstein να μην πει κουβέντα για την αλλαγή της δουλειάς του και φαίνεται πως δεν ανέφερε σε κανέναν απ’ το προσωπικό ότι ο νέος βοηθός ήταν «ένας από τους πιο φημισμένους φιλοσόφους του κόσμου». … Ο Waterfield τον αναγνώρισε … έγινε κάτασπρος σαν πανί και είπε: «Για τον Θεό, μην πείτε σε κανέναν ποιος είμαι!». … Ο Izzard θυμόταν «Ήρθε για να δουλέψει εδώ και μετά από τρεις βδομάδες ήρθε και μας εξήγησε πως πρέπει να οργανώσουμε τη δουλειά μας». (σελ. 438). … κάποιος από το προσωπικό είπε ότι κανείς ως τότε δεν είχε παρασκευάσει αλοιφή Lassar τόσο υψηλής ποιότητας. … η δουλειά ήταν σκληρή. «Ελπίζω το κορμί μου να τα καταφέρει». (σελ. 439). … Ο φόβος ότι το σώμα του δεν θα άντεχε τη δουλειά του βοηθού ήταν πραγματικός. Ήταν πια στα πενηνταδύο του και είχε αρχίσει να δείχνει (και να αισθάνεται) ηλικιωμένος. «Συχνά, όταν τελειώνω τη δουλειά γύρω στις πέντε, δεν μπορώ να κουνηθώ από την κούραση». «Μετά το τσάι, τον ξενάγησα στην περιοχή και αυτός με ικέτευε να είμαι καλός με τα δυστυχισμένα παιδάκια. … η μαμά θέλει να γίνουν καλοί πολίτες ενώ εκείνος θέλει να είναι ευτυχισμένα». (σελ. 440). Οι Ryle νοίκιαζαν μιαν αγροικία στο Sussex και τα «δυστυχισμένα παιδάκια» ήταν δύο εργατόπαιδα από το Portsmouth που είχαν μεταφερθεί από εκκενωθείσες περιοχές. … Παρόλο που η κα Ryle φρόντιζε πολύ τα παιδιά, τηρούσε προφανώς αυστηρή πειθαρχία. … κρατούσαν μια κάποια απόσταση από τα προσφυγόπουλα· δειπνούσαν σε χωριστά δωμάτια. Όσο ο Wittgenstein έμενε εκεί επέμενε να δείχνει τη συμπόνοια και τη συμπάθειά του στα παιδιά γευματίζοντας μαζί τους. (σελ. 441). Τον Απρίλιο ο Wittgenstein έκανε εγχείρηση στο Guy’s για να του αφαιρεθεί ο χολόλιθος που τον ταλαιπωρούσε για κάμποσα χρόνια. … Αρνήθηκε να κάνει γενική αναισθησία και ζήτησε να βάλουν καθρέφτες στο χειρουργείο για να βλέπει τι συνέβαινε. … (σελ. 442). Τόσο οι μαθηματικές αποδείξεις, όσο και οι δικές του φιλοσοφικές παρατηρήσεις, θα πρέπει να θεωρούνται ως «εποπτικές παραστάσεις», που σκοπό έχουν να παράγουν «εκείνην ακριβώς την κατανόηση που συνίσταται στο να βλέπεις τις διασυνδέσεις». (σελ. 447). «Ο τρόπος με τον οποίον εγώ κάνω φιλοσοφία έχει ως σκοπό να δώσει στην έκφραση τέτοια μορφή, ώστε ορισμένες ανησυχίες να εξαφανίζονται». (σελ. 452). Τόνιζε στον Reeve ότι, σε αντίθεση με το δικό του αντικείμενο, την ιατρική, η φιλοσοφία είναι εντελώς άχρηστη, και, αν δεν είσαι αναγκασμένος ν’ ασχοληθείς μαζί της, δεν έχει νόημα να το κάνεις. … σαράντα χρόνια μετά ο Reeve θα έλεγε ότι ο Wittgenstein είχε επηρεάσει τη σκέψη του με δύο σημαντικούς τρόπους: πρώτον, στο να μην ξεχνάει ότι τα πράγματα είναι αυτά που είναι, και δεύτερον, στο ν’ αναζητά διαφωτιστικές συγκρίσεις για να κατανοεί πως έχουν τα πράγματα. Και οι δύο αυτές ιδέες είναι κεντρικές στην ύστερη φιλοσοφία του Wittgenstein. (σελ. 457). … η Fania Pascal έγραφε: αν είχες διαπράξει φόνο ή αν επρόκειτο ν’ αλλάξεις την πίστη σου, ο Wittgenstein ήταν ο ιδανικότερος άνθρωπος για συμβουλές, αλλά όταν επρόκειτο για καθημερινές ανησυχίες και φόβους, μπορούσε να είναι επικίνδυνος: «οι θεραπείες του ήταν πολύ δραστικές, χειρουργικές. Θα σου έκανε θεραπεία για το προπατορικό αμάρτημα». (σελ. 465). Συμβούλευε τον Hutt που επεδίωκε να πάρει κάποιο αξίωμα στο Ιατρικό Σώμα όπου υπηρετούσε, αν δεν μπορούσε να πάρει κάποιο αξίωμα και αν δεν ήταν έτοιμος να κάνει καλά τη δουλειά που έκανε, τότε έπρεπε να υποβάλει αίτηση για μετάθεση σε μια μονάδα κοντά στο μέτωπο. Εκεί τουλάχιστον «θα ζήσεις κάποιου είδους ζωή». «Ξέρω ότι έχεις οικογένεια αλλά δεν πρόκειται να είσαι χρήσιμος στην οικογένεια σου αν δεν είσαι χρήσιμος στον εαυτό σου». Στον Drury αποχαιρετώντας τον για την Απόβαση του είπε: «Αν συμβεί ποτέ να εμπλακείς σε μάχη σώμα με σώμα, παράτα τα κι άσ’ τους να σε σφάξουν». (σελ. 466). Όταν ο Morgan (ένας μεθοδιστής ιερέας) τον ρώτησε αν πιστεύει στον Θεό, εκείνος απάντησε: «Ναι, πιστεύω, αλλά η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που πιστεύετε εσείς κι αυτό που πιστεύω εγώ μπορεί να είναι άπειρη». «Ο τίμιος θρησκευτικός στοχαστής είναι σαν τον σχοινοβάτη. Μοιάζει να προχωράει στον αέρα. Το έδαφος που πατάει είναι ό,τι πιο φτενό μπορεί κανείς να φανταστεί. Κι ωστόσο μπορείς πράγματι να περπατήσεις πάνω του». (σελ. 469). Η δική του πίστη στον Θεό, όπως παραδέχτηκε μπροστά στον Morgan, δεν είχε τη μορφή αποδοχής της αλήθειας κάποιου συγκεκριμένου δόγματος, αλλά τη μορφή υιοθέτησης μιας θρησκευτικής στάσης στη ζωή. «Δεν είμαι θρησκευόμενος, αλλά μου είναι αδύνατον να μη δω το κάθε πρόβλημα από θρησκευτική σκοπιά». (σελ. 470). Παλιότερα θεωρούσε τη διάκριση, μεταξύ «γραμματικών» και «υλικών» προτάσεων, πάγια. Τώρα όμως πίστευε ότι το όριο μεταξύ τους ήταν ρευστό και επιδεκτικό αλλαγών. (σελ. 473). Η διάκριση μεταξύ των δύο τύπων προτάσεων ανήκει στον πυρήνα ολόκληρης της φιλοσοφίας του Wittgenstein: Στις σκέψεις του γύρω απ’ την ψυχολογία, τα μαθηματικά, την αισθητική, ακόμη και γύρω από τη θρησκεία, η βασική μομφή κατά των διαφωνούντων είναι ότι συγχέουν τη γραμματική πρόταση με την υλική και παρουσιάζουν ως ανακάλυψη κάτι που κανονικά θα έπρεπε να θεωρείται ως γραμματική (με το κάπως ιδιόρρυθμο νόημα που δίνει στον όρο) καινοτομία. Έτσι κατά τη δική του άποψη, ο Freud δεν ανακάλυψε το ασυνείδητο. Απλώς εισήγαγε όρους όπως «ασύνειδες σκέψεις» και «ασύνειδα κίνητρα» στη γραμματική των ψυχολογικών μας περιγραφών. … Το ερώτημα που πρέπει να τίθεται σχετικά με τέτοιου είδους καινοτομίες δεν είναι αν αυτές οι «προσφάτως ανακαλυφθείσες» οντότητες υπάρχουν ή όχι, αλλά αν οι προσθήκες που γίνονται στο λεξιλόγιό μας και οι αλλαγές που εισάγονται στη γραμματική μας είναι ή δεν είναι χρήσιμες. Δίνοντας έμφαση στη ρευστότητα της διάκρισης μεταξύ γραμματικών και υλικών προτάσεων, εφιστούσε την προσοχή στο γεγονός ότι ο σχηματισμός των εννοιών –και συνεπώς η καθιέρωση κανόνων για το τι έχει και τι δεν έχει νόημα να λέμε- δεν είναι κάτι που καθορίζεται βάσει αμεταβλήτων νόμων της λογικής μορφής (όπως ισχυριζόταν στο Tractatus), αλλά κάτι που συνδέεται πάντοτε με ένα έθος, μια πρακτική. Συνεπώς διαφορετικά έθη ή πρακτικές θα προϋπέθεταν διαφορετικές έννοιες από εκείνες που εμείς θεωρούμε χρήσιμες. …Η βεβαιότητα ότι «2+2=4» έγκειται στο γεγονός ότι χρησιμοποιούμε την εξίσωση όχι ως περιγραφή αλλά ως κανόνα. (σελ. 474). «Είμαι απολύτως βέβαιος ότι η ειρήνη μετά απ’ αυτόν τον πόλεμο, θα είναι πιο τρομακτική από τον ίδιο τον πόλεμο». (σελ. 476). Τον Οκτώβριο του 1944 ο Wittgenstein επέστρεψε στο Cambridge. «Η σκέψη όταν είναι πολύ σημαντική, είναι απλώς δυσάρεστη· τότε δηλαδή που απειλεί να μας στερήσει απ’ όλες τις προσφιλείς μας έννοιες και να μας αφήσει σαστισμένους, με το αίσθημα πως δεν αξίζουμε τίποτε». (σελ. 480). «Δεν μπορείς να σκεφθείς τίμια, αν δεν θέλεις να πληγώσεις τον εαυτό σου. Όλ’ αυτά τα ξέρω επειδή είμαι φυγόμαχος». (σελ. 481). «Ποιος είναι ο σκοπός σου στη φιλοσοφία», ρωτάει τον εαυτό του ο Wittgenstein και απαντά: «Να δείξω στη μύγα πώς να βγει απ’ τη μυγοπαγίδα». (σελ. 483). «Και ο ισχυρισμός ότι το ολοκληρωτικό ποδοπάτημα των «επιτιθεμένων» του πολέμου αυτού θα κάνει τον κόσμο καλύτερο - αφού αυτοί είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν ποτέ ν' αρχίσουν έναν νέο πόλεμο - βρωμάει από μακριά και, στην πραγματικότητα, υπόσχεται ένα φριχτό μέλλον». (σελ. 486). Ήταν πεπεισμένος ότι το βιβλίο του θα παρενοείτο –ιδιαίτερα από τους ακαδημαϊκούς φιλοσόφους … «Θα πέσει σε χέρια τα οποία δεν είναι ως επί το πλείστον εκείνα στα οποία θα μ’ άρεσε να το φαντάζομαι. Μακάρι –το εύχομαι ολόψυχα- να το ξεχάσουν εντελώς οι δημοσιογράφοι της φιλοσοφίας για να μπορέσει να περάσει στα χέρια ενός καλύτερου αναγνωστικού κοινού». (σελ. 490). «… η βόμβα προσφέρει την ελπίδα του τερματισμού, της καταστροφής ενός σιχαμερού κακού –της αηδιαστικής, της σαχλής μας επιστήμης». «Δεν είναι παράλογο να πιστεύει κανείς πως ο αιώνας της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι η αρχή του τέλους της ανθρωπότητας· πως η ιδέα της μεγάλης προόδου είναι μια εθελοτυφλία, όπως άλλωστε και η ιδέα ότι κάποια μέρα θα γνωρίσουμε επιτέλους την αλήθεια· δεν είναι παράλογο να πιστεύει πως η επιστημονική γνώση δεν είναι κάτι καλό ή επιθυμητό και πως η ανθρωπότητα που την επιδιώκει πέφτει σε μια παγίδα. Δεν είναι διόλου ξεκάθαρο πως δεν είναι έτσι τα πράγματα». (σελ. 491). «Η μορφή των ιδεών μου δεν έχει ζήτηση στην εποχή μας· πρέπει να κολυμπάω μ’ όλες μου τις δυνάμεις αντίθετα στο ρεύμα. Ίσως σε εκατό χρόνια οι άνθρωποι να θέλουν πραγματικά αυτά που γράφω». «Στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι πιο συντηρητικό από την επιστήμη. Η επιστήμη τοποθετεί σιδηροδρομικές γραμμές. Και για τους επιστήμονες είναι πρωτίστης σημασίας ότι το έργο τους θα πρέπει να ακολουθεί αυτές τις γραμμές». Οι πιθανότητες να ταυτιζόταν με ένα κόμμα ήταν περιορισμένες λόγω της αντίληψης που είχε για τον πραγματικό φιλόσοφο –εκείνον ο οποίος στην ανηλεή του αναζήτηση της αλήθειας, θα εγκατέλειπε πρόθυμα οποιεσδήποτε «προσφιλείς ιδέες» είχε διαμορφώσει. (σελ. 492). Όταν κάνεις φιλοσοφία, έλεγε, πρέπει να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή ν’ αλλάξεις την κατεύθυνση στην οποία κινείσαι … Είπε ο Wittgenstein στον παλιό του φίλο τον Sraffa παρακαλώντας τον να συνεχίσουν τις συζητήσεις τους όταν τον Μάϊο του 1946 εκείνος αποφάσισε να σταματήσει τις συζητήσεις με τον Wittgenstein: «Μπορώ να μιλάω για οτιδήποτε …» και εκείνος του απάντησε: «Ναι, αλλά με τον δικό σου τρόπο». (σελ. 493). 24 Τα μηχανικά μέσα θανάτωσης ανθρωπίνων πλασμάτων … αποτελούσαν ισχυρή και τελική απόδειξη του ότι, πράγματι, «η επιστήμη και η βιομηχανία αποφασίζουν τους πολέμους». … το τέλος της ανθρωπότητας θα ήταν αποτέλεσμα της αντικατάστασης του πνεύματος από τη μηχανή, της απομάκρυνσης από τον Θεό και της εναπόθεσης της εμπιστοσύνης μας στην επιστημονική «πρόοδο». Τα σημειωματάρια του, στα μεταπολεμικά χρόνια, βρίθουν από τέτοιες σκέψεις. Μια εικόνα που ερχόταν συχνά στο μυαλό του ήταν εκείνη του πολιτισμού μας «τυλιγμένου σε φτηνό σελοφάν και απομονωμένου, μ’ αυτό τον τρόπο, απ’ οτιδήποτε μεγάλο, σαν να λέμε απ’ τον Θεό». Τα σπίτια, τ’ αυτοκίνητα και τ’ άλλα μπιχλιμπίδια του περιβάλλοντός μας του έδιναν την εντύπωση ότι «μας απομακρύνουν απ’ την αρχέγονη πηγή μας, απ’ το Υψηλό και το Αιώνιο …». Ήταν σαν να όδευε η ίδια η ζωή προς το τέλος της, πνιγμένη από τα μπιχλιμπίδια της βιομηχανικής εποχής μας. Και φυσικά ήταν μάταιο να περιμένεις ότι θ’ αλλάξεις αυτή την πορεία απλώς με το να την επισημαίνεις. Ο Wittgenstein όμως συνέχιζε να υπονομεύει με τη δουλειά του την αντίληψη που θεωρούσε ως ρίζα όλων των συμφορών (την μορφή ζωής). (σελ. 495). Ανάμεσα στους μαθητές του υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να συνεχίσουν το έργο του, μετά τον θάνατό του. Αλλά εκείνος δεν ήθελε να ιδρύσει σχολή ή κάτι τέτοιο. «Δεν έχω διόλου ξεκαθαρίσει μέσα μου, κατά πόσον θα προτιμούσα μια συνέχιση του έργου μου από άλλους, αντί μιαν αλλαγή στον τρόπο ζωής, η οποία θα καθιστούσε όλ΄ αυτά τα ερωτήματα περιττά». Το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί μόνο μέσα στη ζωή· όχι με θεωρίες. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια αλλαγή πνεύματος: «Η σοφία είναι κάτι ψυχρό και, από αυτή την άποψη, βλακώδες. (Η πίστη, αντίθετα, είναι πάθος)». Για ν’ ανασάνουμε ξανά, δεν αρκεί να σκεφτόμαστε απλώς σωστά. Πρέπει να δράσουμε –να σκίσουμε, τρόπον τινά, το σελοφάν, αποκαλύπτοντας τον ζωντανό κόσμο κάτω απ’ αυτό. «Η σοφία είναι γκρίζα. Η ζωή όμως και η θρησκεία είναι όλο χρώμα». Το πάθος της θρησκευτικής πίστης ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να υπερσκελίσει τη νέκρα της θεωρίας: «Ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα ο Χριστιανισμός λέει και τούτο, κατά τη γνώμη μου: πως οι καλές διδασκαλίες δεν χρησιμεύουν σε τίποτε. Πρέπει κανείς ν’ αλλάξει τη ζωή του (ή την κατεύθυνση της ζωής του). Λέει πως η σοφία είναι ψυχρή και πως μπορείς μ’ αυτήν να ισιώσεις τη ζωή σου, όσο και το σίδερο, σαν είναι κρύο. Η ουσία είναι ότι η σωστή διδασκαλία δεν μπορεί να σ’ αδράξει· την ακολουθείς όπως και τη συνταγή του γιατρού. Εδώ όμως χρειάζεται κάτι που να σ’ αρπάξει και να σε στρέψει αλλού. (Έτσι τουλάχιστον το καταλαβαίνω εγώ). Άπαξ και μεταστράφηκες, πρέπει να μείνεις στραμμένος προς τα εκεί. Η σοφία είναι απαθής. Ενώ, αντίθετα, η πίστη είναι αυτό που ο Kierkegaard αποκαλεί πάθος». Αυτό που ο Russell, χρόνια πριν, είχε λαθεμένα ταυτίσει με το δικό του θεωρητικό πάθος δεν ήταν, στην πραγματικότητα, παρά η απόρριψή του: Το πάθος του Wittgenstein ήταν βαθιά αντιθεωρητικό. Το όψιμο σχόλιο του Russell ότι στον Wittgenstein άρεσε ο μυστικισμός επειδή του έδινε τη δυνατότητα να σταματάει να σκέφτεται, και ο σαρκαστικός του υπαινιγμός ότι ο Wittgenstein είχε υιοθετήσει μια διδασκαλία η οποία καθιστούσε περιττή τη σοβαρή σκέψη, είναι πιο κοντά στην αλήθεια, αν βέβαια εξισώσουμε τη «σοβαρή σκέψη» με τις προσπάθειες διατύπωσης μιας αληθούς θεωρίας. Το ιδανικό του Wittgenstein, η «αρχέγονη ζωή, η άγρια ζωή που θέλει να ξεσπάσει» -αν και σπάνια ένιωθε ότι ζούσε σύμφωνα μ’ αυτό- είναι ένα κλειδί για την κατανόηση του σκοπού της δουλειάς του και της κατεύθυνσης της ζωής του. Όσο ένιωθε πως ήταν πολύ θεωρητικός, πολύ «σοφός» ένιωθε απονεκρωμένος. Η ανάγκη για πάθος για θρησκεία, δεν ήταν απλώς κάτι που έβλεπε στον κόσμο ολόγυρά του. Ήταν κάτι που ένιωθε μέσα του. Ένιωθε ότι είχε ακριβώς εκείνα τα ελαττώματα που χαρακτηρίζουν (σελ. 496) την εποχή μας και ότι χρειαζόταν το ίδιο φάρμακο: πίστη και αγάπη. Και, όπως ακριβώς η εποχή μας θεωρεί την πίστη στον Θεό αδύνατη, έτσι κι αυτός πίστευε ότι δεν μπορούσε να γονατίσει για να προσευχηθεί: «γιατί τα γόνατά μου έχουν γίνει άκαμπτα. Φοβάμαι τη διάλυση (μην εγώ διαλυθώ), αν τυχόν μαλακώσω». Επίσης ως προς την αγάπη, αν και την είχε τόσο ανάγκη συχνά αισθανόταν ανήμπορος και φοβισμένος. Φοβόταν μήπως του τη στερήσουν, καθώς είχε πλήρη συνείδηση της παροδικότητας και της αβεβαιότητάς της. Το 1946 ερωτεύτηκε –και ίσως ανακουφίστηκε ότι ακόμη μπορούσε ν’ αγαπήσει- τον Ben Richards, έναν προπτυχιακό φοιτητή της ιατρικής στο Cambridge. … Ίσως το πιο ανυπόφορο ήταν ο φόβος του που ήταν ερωτευμένος . Ο Ben ήταν πολύ νέος –σχεδόν σαράντα χρόνια νεότερος του Wittgenstein. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έγραφε ο Wittgenstein στις 12 Αυγούστου ότι ο Ben μπορεί να έχανε την αγάπη του γι’ αυτόν, «όπως ακριβώς ένα αγόρι δεν θυμάται τίποτε από τη βρεφική του ηλικία». … Το ίδιο γινόταν και με τον Pinsent τον Skinner ακόμη και (σελ. 497) τον Kirk. Ωστόσο στον έρωτά του για τον Ben υπήρχε κάτι καινούριο: η ρήξη με τον σολιψισμό του παρελθόντος. Στις 14 Αυγούστου έγραφε –σαν να το συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά: «Σημάδι της αληθινής αγάπης είναι να σκέφτεσαι πόσο μπορεί ο άλλος να υποφέρει. Γιατί κι ο άλλος υποφέρει· κι εκείνος είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα». … Στις 18 Αυγούστου έγραφε: «Νιώθω ότι η ψυχική μου υγεία κρέμεται από μια κλωστή»: «Είναι η ανησυχία και το άγχος μου για τον Ben που με έχουν τσακίσει. Κι όμως δεν θα ήταν έτσι τα πράγματα αν δεν άρπαζα τόσο εύκολα φωτιά· “Εξαιρετικώς εύφλεκτον”». Οι άνθρωποι τον παλιό καιρό κλείνονταν σε μοναστήρια: «Ήταν μήπως ηλίθιοι ή αναίσθητοι; Αν όμως αυτοί οι άνθρωποι έπαιρναν τέτοια μέτρα για να επιζήσουν, το πρόβλημά τους δεν θα ‘ταν διόλου εύκολο!». Αλλά, αν η αγάπη, είτε ανθρώπινη είτε θεία, ήταν η λύση του προβλήματος, δεν ήταν απ’ τα πράγματα που μπορεί κανείς να πάρει. Έπρεπε να δοθεί ως δώρο. … «οι επιθυμίες μας μας αποκρύπτουν ακόμη κι αυτό που επιθυμούμε. Οι ευλογίες έρχονται άνωθεν κι έχουν δική τους μορφή …». (σελ. 498). «Όλα με απωθούν σ’ αυτό το μέρος. Η ακαμψία, η επιτήδευση, η αυταρέσκεια των ανθρώπων. Η πανεπιστημιακή ατμόσφαιρα μου προκαλεί ναυτία». «Αυτό που μου λείπει πιο πολύ είναι κάποιος με τον οποίο να μπορώ να λέω ανοησίες με τη σέσουλα». (σελ. 499). «Κάθε μέρα σκέφτομαι να εγκαταλείψω τη δουλειά μου και να κάνω κάτι άλλο, που θα μπορούσε να με φέρει σε πιο ζεστή επαφή με τους συνανθρώπους μου. Αλλά τι θα κάνω μόνο ένας Θεός ξέρει, αφού δεν είμαι πια παρά ένας γεροπαράξενος». Στις 26 Οκτωβρίου ο Karl Popper έθεσε στο Moral Science Club το ερώτημα «Υπάρχουν φιλοσοφικά προβλήματα;» έγινε μια σύγκρουση που έμεινε στην ιστορία. Το θέμα που διάλεξε ο Popper και ο τρόπος που το έθεσε είχαν επιλεγεί με την πρόθεση να προκαλέσουν τον Wittgenstein. Όντως ο Wittgenstein δέχτηκε την πρόκληση αλλά με ποιόν τρόπο ακριβώς έχει χαθεί μέσ’ στην ομίχλη του θρύλου. (σελ. 500). … Ότι και να συνέβη δεν επηρέασε την αφοσίωση που οι περισσότεροι νέοι φιλόσοφοι του Cambridge έδειχναν στον Wittgenstein εκείνη την εποχή. Γράφει ο Ryle: «η περιφρόνηση για ιδέες διαφορετικές από εκείνες του Wittgenstein μου φαινόταν καταστροφική … Αυτό μ’ έκανε να αποφασίσω, όχι βέβαια να γίνω φιλοσοφικώς πολυμαθής, αλλά τουλάχιστον ν’ αποφύγω τη μονομάθεια. Και πάνω απ’ όλα, να μη γίνομαι η ηχώ ενός μονομαθούς, ακόμη κι αν αυτός είναι μεγαλοφυΐα και φίλος». (σελ. 501). Έγραφε ο Wittgenstein: «Όσο λίγη φιλοσοφία κι αν έχω διαβάσει, μάλλον παραέχω διαβάσει. Το βλέπω αυτό κάθε φορά που διαβάζω ένα φιλοσοφικό βιβλίο: αντί να βελτιώνει τις σκέψεις μου, τις κάνει χειρότερες». Σε απάντηση ανακοίνωσης κάποιας εργασίας στην Οξφόρδη για το «cogito ergo sum» είπε ο Wittgenstein: «Αν κάποιος, κοιτώντας τον ουρανό, μου πει “Νομίζω ότι θα βρέξει, άρα υπάρχω”, δεν τον καταλαβαίνω». (σελ. 502). Η αντι-ιστορική και βιωματική μέθοδος του φιλοσοφείν που εισηγείτο ο Wittgenstein μπορούσε εύκολα να εκληφθεί ως υπεροψία, μέσα στην ατμόσφαιρα σεβασμού προς τους κλασικούς φιλοσόφους η οποία επικρατούσε στην Οξφόρδη. (σελ. 503). Για τον Κάφκα είπε ο Wittgenstein: «Αυτός ο άνθρωπος δημιουργεί στον εαυτό του ένα σωρό προβλήματα με το να μη γράφει για το πρόβλημά του». Κάποια έγραφε για τον Wittgenstein: «Η υπερβολική του ευθύτητα στην προσέγγιση των προβλημάτων και η απουσία κάθε είδους γαρνιτούρας ήταν πράγματα που πτοούσαν τον κόσμο … Τους περισσότερους ανθρώπους τους συναντάς μέσα σε κάποια πλαίσια, όπου υπάρχουν κάποιες συμβάσεις για το πώς τους μιλάς … Δεν γίνεται σκέτη αντιπαράθεση προσωπικοτήτων. Ο Wittgenstein όμως επέβαλλε πάντοτε αυτή την αντιπαράθεση σε όλες τις γνωριμίες του». (σελ. 504). Για την ψυχολογία έλεγε: «Η ψυχολογία ορίζεται συχνά ως η επιστήμη των νοητικών φαινομένων. Αυτό, όπως θα δούμε, είναι λίγο παράξενο: συγκρίνετε την ψυχολογία με τη φυσική ως την επιστήμη των φυσικών φαινομένων. Εκείνο που μπορεί να μας μπερδέψει είναι η λέξη «φαινόμενα». … Παρατηρείς τα δικά σου νοητικά συμβάντα. Πως; Με την ενδοσκόπηση. Όταν όμως κάνεις παρατηρήσεις, όταν δηλαδή παρατηρείς τα δικά σου νοητικά συμβάντα, τα μεταβάλλεις και δημιουργείς νέα. Και η όλη ουσία της παρατήρησης είναι να μην κάνεις αυτό το πράγμα· η παρατήρηση, υποτίθεται, είναι ακριβώς εκείνο που σε βοηθάει ν’ αποφύγεις κάτι τέτοιο. Επομένως, η επιστήμη των νοητικών φαινομένων σκοντάφτει σε τούτο το πρόβλημα: Δεν μπορώ να παρατηρήσω τα νοητικά φαινόμενα –είτε των άλλων είτε τα δικά μου- με τη σωστή έννοια του «παρατηρώ». Που καταλήγουμε λοιπόν;» Η απάντησή του είναι: σε μιαν ομίχλη, σε ένα σύνολο συγχύσεων, οι οποίες δεν μπορούν να διαλυθούν με την προσαγωγή περισσοτέρων δεδομένων· ούτε μπορούν να επιλυθούν με μια θεωρία περί του σκέπτεσθαι. Το μόνο πράγμα που μπορεί να διασκορπίσει την ομίχλη είναι μια εννοιολογική έρευνα, μια ανάλυση της χρήσης λέξεων όπως (σελ. 506) «πρόθεση», «βούληση», «ελπίδα» η οποία θα δείξει ότι αυτές οι λέξεις αποκτούν τη σημασία τους μέσα σε μια μορφή ζωής, σ’ ένα «γλωσσικό παιχνίδι» εντελώς διαφορετικό από εκείνο της περιγραφής και της εξήγησης των φυσικών φαινομένων. … Δεν θέλουμε να μάθουμε τη χρήση των λέξεων χάριν της ίδιας της χρήσης. Ο σκοπός της περιγραφής της (πραγματικής ή φανταστικής) χρήσης των λέξεων είναι η απαλλαγή απ’ την αρπάγη του συγκεχυμένου τρόπου θεώρησης των πραγμάτων, που είναι αποτέλεσμα της «φτωχής σε παραδείγματα δίαιτας» την οποία οι φιλόσοφοι συνιστούν: «Αυτό που δίνω εγώ είναι η μορφολογία της χρήσης μιας έκφρασης. Δείχνω ότι η έκφραση χρησιμοποιείται με πολλούς και διαφόρους τρόπους, τους οποίους δεν είχατε ποτέ φανταστεί. Στη φιλοσοφία νιώθει κανείς αναγκασμένος να βλέπει τις έννοιες με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό που κάνω εγώ είναι να προτείνω, (σελ. 507) ή και να επινοώ διαφορετικούς τρόπους θεώρησης. Προτείνω δυνατότητες τις οποίες δεν είχατε σκεφτεί ποτέ. Νομίζατε πως υπάρχει μια δυνατότητα ή δύο, το πολύ. Αλλά εγώ σας έκανα να σκεφτείτε κι άλλες. Σας έκανα, επιπλέον, να δείτε πως είναι παράλογο να περιμένουμε από την έννοια να συμφωνήσει με εκείνες τις περιορισμένες δυνατότητες. Έτσι η νοητική σας αγκύλωση χαλάρωσε, και τώρα είστε ελεύθεροι να δείτε ολόγυρα το πεδίο χρήσης της έκφρασης και να περιγράψετε διάφορες χρήσεις της». Ένα άλλο πρόβλημα αυτής της μεθόδου ήταν ότι ο Wittgenstein με το να παρέχει μια πλουσιότερη σε παραδείγματα δίαιτα, κινδύνευε να οδηγήσει τους μαθητές του ανάμεσα στα δένδρα χωρίς να τους δίνει μιαν άποψη του δάσους. … «… Φυσικά, ένας καλός ξεναγός θα σας περάσει από τους σημαντικούς δρόμους περισσότερες φορές απ’ ό,τι απ’ τα στενοσόκακα. Ο κακός ξεναγός θα κάνει το αντίθετο. Εγώ, στη φιλοσοφία μου είμαι μάλλον κακός ξεναγός». (σελ. 508). «… Μπλέκομαι διαρκώς σε λεπτομέρειες δίχως να ξέρω αν θα ‘πρεπε καν να μιλώ γι’ αυτά τα πράγματα· κι έχω συχνά την εντύπωση ότι διερευνώ μια περιοχή, μόνο και μόνο, για να την αποκλείσω τελικά απ’ τη θεώρησή μου». (σελ. 509). Ο Drury του δάνεισε ένα βιβλίο που αποτελούσε τη βάση των θεραπευτικών αγωγών που ακολουθούσε … ο Wittgenstein αντέδρασε ως συνήθως, συνδυάζοντας με τον χαρακτηριστικό του τρόπο την ενθουσιώδη εκτίμησή του για την αξία της υγιούς επιστημονικής τεχνικής με την υπόμνηση των ορίων της. (σελ. 522). «Που και πού εμφανίζονται περίεργες καταστάσεις νευρικής αστάθειας, για τις οποίες έχω να πω απλώς ότι είναι άσχημες όσο κρατάνε και σε μαθαίνουν να προσεύχεσαι». (σελ. 528). «Το χιούμορ δεν είναι διάθεση, αλλά κοσμοθεωρία», έγραψε ο Wittgenstein όταν ήταν στο Rosro. «Κι αν πράγματι, όπως λέμε, το χιούμορ σβήστηκε απ’ τη ναζιστική Γερμανία, αυτό σημαίνει όχι πως δεν είχε κέφια ο κόσμος ή κάτι τέτοιο, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιωδέστερο». (σελ. 535). Αυτό που απαιτείται για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν αυτές τις όψεις (έτσι ώστε το χιούμορ, η μουσική, η ποίηση, η ζωγραφική να σημαίνουν κάτι) είναι μια κουλτούρα. … ένας ολόκληρος πολιτισμός … ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον … (σελ. 536). « … Όταν μια λέξη επαναλαμβάνεται πολλές φορές χάνει κάτι –συγκεκριμένα τη σημασία της- καταντάει ένας σκέτος ήχος … ενώ … στην αρχή υπήρχε κάτι σαν εικόνα … ». «Τι είδους πράγμα είναι το να μην έχουν οι άνθρωποι την ίδια αίσθηση χιούμορ; … Πείτε πως κάποιοι έχουν την εξής συνήθεια: ο ένας πετάει στον άλλον μια μπάλα και ο άλλος πρέπει να την πιάσει και να τη δώσει πίσω. Ορισμένοι όμως δεν τη δίνουν πίσω, μόνο τη βάζουνε στην τσέπη τους». (σελ. 537). Έτσι αν είναι αλήθεια ότι το χιούμορ είχε εξαφανιστεί στη ναζιστική Γερμανία, αυτό σημαίνει, όχι απλώς ότι οι άνθρωποι δεν είχαν κέφια, αλλά ότι οι ναζί κατάφεραν να καταστρέψουν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, έναν τρόπο θεώρησης του κόσμου και το σύνολο των αντιδράσεων και συνηθειών που ήταν συνδεδεμένες με τον τρόπο αυτόν. (Σαν να λέμε, οι ναζί έβαλαν τη μπάλα στην τσέπη). Η φιλοσοφική δυσκολία γύρω απ’ το φαινόμενο του να βλέπεις, κάτι ως κάτι, πηγάζει απ’ το εκ πρώτης όψεως προβληματικό γεγονός ότι, μολονότι η άποψη αλλάζει, το πράγμα που παρατηρούμε παραμένει αμετάβλητο (π.χ. πατερικά κείμενα). …Παραμένει αμετάβλητο το αστείο, το ποίημα, η ζωγραφιά ή το μουσικό κομμάτι, που τη μια είναι ένας ασυνήθιστος και παράξενος τρόπος συμπεριφοράς, λέξεις γραμμένες σ’ ένα χαρτί, πινελιές στον καμβά ή ασυνάρτητος θόρυβος, και την άλλη (όταν το καταλαβαίνουμε) είναι αστείο, συγκινητικό, ωραίο ή εκφραστικό: «Αυτό που είναι ακατανόητο είναι ότι τίποτε δεν άλλαξε, κι ωστόσο όλα έχουν αλλάξει». Η φιλοσοφία αφήνει τα πάντα ως έχουν … μπορεί να αλλάξει ο τρόπος θεώρησης των πραγμάτων, τότε αλλάζουν τα πάντα. … Η απαισιοδοξία του για την αποτελεσματικότητα της δουλειάς του έχει σχέση με την πεποίθησή του ότι ο τρόπος με τον οποίο θεωρούμε τα πράγματα δεν καθορίζεται από τις φιλοσοφικές μας πεποιθήσεις αλλά από την κουλτούρα μας, από τον τρόπο με τον οποίο ανατραφήκαμε. «Η παράδοση δεν είναι κάτι που μαθαίνεται· δεν είναι ένας δρόμος που μπορείς να παίρνεις όποτε σ’ αρέσει. Τουλάχιστον στο μέτρο που δεν μπορείς να διαλέξεις τους προγόνους σου. Όποιος θα ‘θελε να ‘χει παράδοση και δεν έχει είναι σαν ένας άτυχος ερωτευμένος». (σελ. 538). «Προσεύχομαι συχνά. Αλλά δεν ξέρω αν το κάνω με το σωστό πνεύμα…». (σελ. 539). … Είναι μια συνέχεια των προσπαθειών του να παρουσιάσει την πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα των ψυχολογικών εννοιών (όπως, φόβος, ελπίδα, πίστη …) μ’ έναν τρόπο που ξεσκεπάζει τη στειρότητα και τη σύγχυση που χαρακτηρίζει την «αναζήτηση της γενικότητας από μέρους των φιλοσόφων». (σελ. 541). «Έχω την εντύπωση ότι ο Hegel θέλει συνεχώς να λέει ότι όσα φαίνονται διαφορετικά είναι στην πραγματικότητα ίδια, ενώ εγώ ενδιαφέρομαι να δείξω ότι τα πράγματα που φαίνονται ίδια είναι στην πραγματικότητα διαφορετικά». … Ο Δαρβίνος είχε λάθος: η θεωρία του «δεν έχει την απαραίτητη πολλαπλότητα». … υπάρχει ένα είδος βλέπειν που είναι ένα είδος σκέπτεσθαι (ή τουλάχιστον ένα είδος κατανοείν): το να βλέπεις τις διασυνδέσεις. … «Δύσκολο πράγμα η σκέψη» … Είναι πάνω κάτω το ίδιο με το να λες «Δύσκολο πράγμα το κοίταγμα». (σελ. 542). «Λέμε πως κάποιος έχει “μάτι ζωγράφου” ή ”αφτί μουσικού”, αλλά κάποιος που δεν έχει αυτές τις ικανότητες δεν σημαίνει ότι είναι τυφλός ή κουφός». «Η κατανόηση μιας πρότασης συγγενεύει περισσότερο απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε με την κατανόηση ενός μουσικού θέματος». (σελ. 543). Συζητώντας για την καταδίκη των απόψεων του Ωριγένη για αποκατάσταση των πάντων είπε ο Wittgenstein: «Φυσικά και απορρίφθηκαν. Θα αφαιρούσαν το νόημα απ’ όλα τα’ άλλα. Αν όσα κάνουμε τώρα δεν έχουν καμία σημασία τελικά, τότε χάνεται όλη η σοβαρότητα της ζωής». (σελ. 545). «Αν ο Χριστιανισμός είναι η αλήθεια, τότε η περί αυτού φιλοσοφία είναι ψεύτικη». … έβρισκε δύσκολο να ασπασθεί τη (υποτιθέμενη από τον Αυγουστίνο) διδασκαλία του Παύλου για τον προορισμό του ανθρώπου … όπως και διδασκαλία του Ωριγένη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «όσα κάνουμε τώρα δεν έχουν καμιά σημασία τελικά». Κι αν είναι έτσι, πως μπορεί η ζωή να διατηρήσει τη σοβαρότητά της; (σελ. 546). « … Το ον αυτό έχει προεπιλέξει εκείνους που θα πάνε στον καλό τον τόπο … όποιος δει τη διδασκαλία μέσα απ’ αυτό το φως (της φυσικής νομοτέλειας) μονάχα απελπισία και δυσπιστία θα νιώσει απέναντί της». (σελ. 547). «Είναι τόσο χαρακτηριστικό το ότι, ενώ οι μηχανισμοί αναπαραγωγής βελτιώνονται τόσο πολύ, όλο και λιγότεροι είναι εκείνοι που γνωρίζουν πως πρέπει να παίζεται η μουσική». Σχόλιο πάνω σε μια ραδιοφωνική συζήτηση με θέμα «Η ύπαρξη του Θεου». Το να προσπαθείς να υποστηρίξεις τις χριστιανικές πεποιθήσεις με φιλοσοφικά επιχειρήματα, ισοδυναμεί με το να χάνεις την ουσία. (σελ. 548). «Θα σας μάθω εγώ να κάνετε διακρίσεις» Με τον ίδιο τρόπο που ο Wittgenstein ήθελε να δείξει ότι η λογική δεν είναι τόσο απλή όσο πιστεύουν οι θεωρητικοί της, έτσι θέλησε να δείξει και ότι οι ψυχολογικές έννοιες και οι προτάσεις στις οποίες απαντώνται δεν είναι τόσο ομοιογενείς όσο θα τις ήθελαν οι φιλόσοφοι και οι ψυχολόγοι. Και στις δύο περιπτώσεις ο στόχος είναι να απαλύνει τον «ίμερο της γενικότητας» και να μας κάνει να κοιτάμε προτού σκεφτούμε. (σελ. 552). Για να καταλάβουμε τι σημαίνει «Φοβάμαι», σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τον τόνο της φωνής και το περιβάλλον στο οποίο η πρόταση εκφέρεται. Δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι μια γενική θεωρία περί φόβου θα μας βοηθούσε στην περίπτωση αυτή (πόσο μάλλον μια γενική θεωρία περί γλώσσας). Πολύ περισσότερο θα μας βοηθούσε μια ξύπνια και παρατηρητική αισθαντικότητα απέναντι σε πρόσωπα ανθρώπων, τόνους φωνής και περιστάσεις. Η ευαισθησία αυτή μπορεί να κερδηθεί μόνο μέσα απ’ την εμπειρία –μέσα απ’ την προσεκτική παρατήρηση και ακρόαση ανθρώπων που βρίσκονται γύρω μας. Το ότι κάτι είναι «εσωτερικό» δεν σημαίνει ότι είναι κρυμμένο από μας. Το να παρατηρείς την εξωτερική συμπεριφορά κάποιου σημαίνει –αν την καταλαβαίνεις- να παρατηρείς τη νοητική του κατάσταση. Σε βαθύτερο επίπεδο ορισμένοι άνθρωποι, ακόμη και ολόκληροι πολιτισμοί, θ’ αποτελούν πάντοτε αίνιγμα για μας …(σελ. 553). Αυτό συμβαίνει επειδή μας λείπουν οι κοινές εμπειρίες που απαιτούνται για να ερμηνευθούν οι «αστάθμητες μαρτυρίες» … «Αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα το καταλαβαίναμε». Σύμφωνα με τον Wittgenstein, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι αφαιρέσεις και οι γενικεύσεις, οι νόμοι και οι αρχές, που δημιουργεί η θεωρητική σκέψη είναι να εμποδίσουν τις προσπάθειες μας για καλύτερη κατανόηση αυτών των «αστάθμητων μαρτυριών». Αυτό όμως που την διευκολύνει είναι η εμπειρία … «… Μπορούμε ν’ αποκτήσουμε αυτή τη γνώση; Ναι, ορισμένοι μπορούν. Όχι βέβαια παρακολουθόντας κάποια μαθήματα, αλλά μέσω της «εμπειρίας». Μπορεί κάποιος άλλος να μας διδάξει αυτό το πράγμα; Ασφαλώς. Που και που μας δίνει τη σωστή συμβουλή. … Αυτό που αποκτάς εδώ δεν είναι κάποια τεχνική· εδώ μαθαίνεις σωστές κρίσεις. …». Παράδειγμα ενός τέτοιου δασκάλου αποτελεί ο στάρετς Ζωσιμάς στους αδελφούς Καραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι: «Ήταν πολλοί αυτοί που έλεγαν ότι ο στάρετς Ζωσιμάς με το να επιτρέπει τόσα χρόνια στον καθένα να έρχεται και να του ανοίγει την καρδιά του, να του ζητάει συμβουλές και λόγια που γιατρεύουν την ψυχή, είχε απορροφήσει τόσα μυστικά, λύπες και εξομολογήσεις μέσ’ στην ψυχή του, που τελικά είχε αποκτήσει τέτοια οξυδέρκεια, ώστε μπορούσε με την πρώτη ματιά να πει, βλέποντας το πρόσωπο ενός ξένου, για τι πράγμα τον επισκεπτόταν, τι ήθελε και τι βασάνιζε τη συνείδησή του». Περιγράφοντας εδώ τον στάρετς Ζωσιμά ο Ντοστογιέφσκι, περιγράφει το ιδανικό του Wittgenstein για την ψυχολογική ενόραση. (σελ. 554). Τέτοιοι άνθρωποι λέει ο Wittgenstein μπορούν να μας μάθουν περισσότερα για τους εαυτούς μας και για τους άλλους απ’ ό,τι οι πειραματικές μέθοδοι της σύγχρονης ‘επιστήμης’ της ψυχολογίας. Κι αυτό δεν συμβαίνει επειδή η επιστήμη δεν έχει ακόμη ανδρωθεί, αλλά επειδή οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί είναι ακατάλληλες για τους σκοπούς της: «Η σύγχυση και η κενότητα της ψυχολογίας δεν εξηγείται με το να την αποκαλούμε ‘νεαρή επιστήμη’· … υπάρχουν στην ψυχολογία πειραματικές μέθοδοι και εννοιολογική σύγχυση …». (σελ. 555). Εξήγησε γιατί σταμάτησε να διδάσκει … οι περισσότεροι έρχονταν σ’ αυτόν γιατί ήταν έξυπνος, «και έξυπνος είμαι, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία». Εκείνο το βράδυ ο Bouwsma πήρε με τ’ αμάξι του τον Wittgenstein και πήγαν στην κορυφή του λόφου απ’ όπου έβλεπε κανείς όλη την πόλη. Είχε φεγγαράδα. «Αν εγώ είχα σχεδιάσει τον κόσμο» είπε ο Wittgenstein «δεν θα είχα δημιουργήσει τον ήλιο. Κοίτα! Τι ομορφιά! Ο ήλιος παραείναι λαμπερός και ζεστός … Αν πάλι υπήρχε μόνο το φεγγάρι, δεν θα υπήρχε ούτε ανάγνωση ούτε γραφή». (σελ. 560). Ο Wittgenstein δεν ταράχθηκε καθόλου μαθαίνοντας πως είχε καρκίνο. Ταράχθηκε, ωστόσο, όταν έμαθε ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι γι’ αυτό. (σελ. 564). Η επιστροφή στην Αγγλία ήταν «αποκαρδιωτική», έγραφε. Όλα ήταν τόσο καλά τακτοποιημένα, που καταντούσαν «αποκρουστικά». Οι άνθρωποι φαίνονται νεκροί· κάθε σπίθα ζωής είχε σβήσει. (σελ. 569). «Έχω ένα κοσμοείδωλο. Είναι αληθινό ή ψεύτικο; Πάνω απ’ όλα είναι το υπόστρωμα όλων των αποριών και των ισχυρισμών μου». (σελ. 576). «Η ζωή μπορεί να σε κάνει να πιστέψεις στον Θεό. Εκείνο που σε κάνει να πιστεύεις είναι οι εμπειρίες σου· όχι όμως τα οράματα ή άλλες μορφές αισθητηριακής εμπειρίας, που σου δείχνουν «την ύπαρξη αυτού το όντος», αλλά λ.χ. τα κάθε είδους πάθη. … Οι εμπειρίες, οι σκέψεις, η ίδια η ζωή μπορεί να μας επιβάλλει την έννοια αυτή». (σελ. 577). «… Πως ξέρω εγώ ότι δύο άνθρωποι σκέφτονται το ίδιο πράγμα, όταν λένε ότι πιστεύουν στον Θεό; … Μια θεολογία που εμμένει στη χρήση ορισμένων λέξεων και φράσεων, εξοβελίζοντας κάποιες άλλες … χειρονομεί με τις λέξεις, γιατί θέλει κάτι να πει αλλά δεν ξέρει πώς να το εκφράσει. Η πράξη είναι εκείνο που δίνει στις λέξεις το νόημά τους». (σελ. 577). Εκείνο που μετράει δεν είναι η ολοκλήρωση των Φιλοσοφικών ερευνών πριν τον θάνατό του αλλά «κάτι άλλο» … Τι είναι αυτό; … Η απάντηση φαίνεται να είναι: η συμφιλίωση με τον Θεό. Το φθινόπωρο ο Wittgenstein ρώτησε την Anscombe αν θα μπορούσε να τον φέρει σ’ επαφή μ’ έναν «μη φιλοσοφημένο» ιερέα. Δεν ήθελε να συζητήσει τα λεπτά σημεία της καθολικής διδασκαλίας· ήθελε να συναντήσει κάποιον, στη ζωή του οποίου η θρησκευτική πίστη σήμαινε μια διαφορά στην πράξη. (σελ. 578). Όταν χάλασαν τα σχέδια του για τη Νορβηγία ο Wittgenstein σκέφτηκε ένα άλλο προσφιλές είδος καταφυγίου: το μοναστήρι. Ο πατήρ Conrad κανόνισε να μείνει ο Wittgenstein στο Blackfriars Priory στα Midlands, όπου θα μπορούσε να ζήσει ως Αδελφός, κάνοντας τις μικροδουλειές του νοικοκυριού, όπως το πλύσιμο των πιάτων, και όπου θα μπορούσε να είναι μόνος του. Όμως τον Ιανουάριο του 1951, η υγεία του Wittgenstein έκανε όλ’ αυτά τα σχέδια ανέφικτα. (σελ. 579). 27 Ο Δρ. Bevan την είχε προειδοποιήσει ότι ο Wittgenstein δεν ήταν άνθρωπος για ψιλοκουβέντα και ότι έπρεπε να προσέχει μην πει τίποτε απερίσκεπτο. Εκείνη (η σύζυγος του) για σιγουριά δεν έβγαλε μιλιά όλο σχεδόν το βράδυ. Όταν όμως ο Wittgenstein ανέφερε την επίσκεψή του στην Ithaca παρενέβη χαρούμενα: «Πόσο τυχερός είστε που πήγατε στην Αμερική!». Αμέσως κατάλαβε ότι είχε πει το λάθος πράγμα. Ο Wittgenstein την κάρφωσε μ’ ένα διαπεραστικό βλέμμα: «Τι εννοείτε, τυχερός;». (σελ. 581). «Φιλοσοφώ σαν τις γριές που όλο χάνουν κάτι κι έτσι δεν κάνουν άλλη δουλειά απ’ το να ψάχνουν συνεχώς: πότε τα γυαλιά τους, πότε τα κλειδιά τους». Δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε για τα πάντα, κι αυτό συμβαίνει όχι για πρακτικούς λόγους, όπως, λ.χ. η έλλειψη χρόνου ή ότι έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε. Συμβαίνει για τον εγγενή λόγο ότι «Μια αμφιβολία δίχως τέρμα δεν είναι καν αμφιβολία». … Το τέρμα της αμφιβολίας το βρίσκουμε στην πράξη: «Τα παιδιά δεν μαθαίνουν ότι υπάρχουν βιβλία, ότι υπάρχουν πολυθρόνες, … μαθαίνουν να φέρνουν βιβλία, να κάθονται σε πολυθρόνες …». Η αμφιβολία είναι ένα ιδιαίτερο είδος πρακτικής, την οποία μαθαίνεις μόνο μετά από μακρόχρονη θητεία στη βεβαιότητα: «Συμπεριφορά αμφιβολίας και συμπεριφορά σιγουριάς. Το πρώτο υπάρχει μόνο όταν υπάρχει το δεύτερο». Αυτό που ήθελε να κάνει ο Wittgenstein με τις παρατηρήσεις του ήταν να τραβήξει την προσοχή των φιλοσόφων από τις λέξεις και τις προτάσεις και να την εστιάσει στις περιστάσεις κατά τις οποίες τις χρησιμοποιούμε, στα περιβάλλοντα που τους παρέχουν το νόημα τους. (σελ. 583). Ήξερε πως ήταν τα τελευταία του γενέθλια. Η κυρία Bevan του έκανε δώρο μιαν ηλεκτρική κουβέρτα, λέγοντάς του, καθώς του την έδινε, «Χρόνια πολλά». Εκείνος την κοίταξε έντονα και της είπε: «Δεν θα υπάρξουν άλλα χρόνια». … Όταν ο Δρ. Bevan του είπε ότι θα ζούσε μόλις λίγες μέρες ακόμη, ο Wittgenstein αναφώνησε: «Ωραία!». … οι στενοί του φίλοι θα έρχονταν την επόμενη μέρα. Πριν χάσει τις αισθήσεις του, της είπε: «Πείτε τους πως έζησα μιαν υπέροχη ζωή». Ο Smythies είχε μαζί του και τον πατέρα Conrad, αλλά κανείς δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν ο Conrad θα έπρεπε να κάνει τη συνηθισμένη τελετή, δίνοντάς του άφεση αμαρτιών, μέχρι που ο Drury θυμήθηκε ένα σχόλιο που είχε κάνει κάποτε ο Wittgenstein, πως ήλπιζε ότι οι καθολικοί φίλοι του προσεύχονταν γι’ αυτόν. Έτσι τακτοποιήθηκε το θέμα, κι όλοι τους πήγαν πάνω, στο δωμάτιο του Wittgenstein, και γονάτισαν, ενώ ο Conrad διάβασε τις συνηθισμένες προσευχές. Λίγο μετά ο Δρ. Bevan διέγνωσε επίσημα τον θάνατό του. Την επόμενη μέρα του έκαναν μια καθολική κηδεία στην St. Gile’s Church, στο Cambridge. (σελ. 584). … ποτέ του δεν έζησε ως γνήσιος καθολικός … αλλά κατά μια πολύ σημαντική, αλλά και δύσκολα προσδιορίσιμη έννοια είχε ζήσει μια βαθιά θρησκευτική ζωή. Λίγο πριν πεθάνει έγραψε: «Ίσως μου πει ο Θεός: “Σε κρίνω δια του στόματός σου. Οι ίδιες σου οι πράξεις σ’ έκαναν ν’ ανατριχιάζεις από αηδία, όταν τις έβλεπες να τις κάνουν άλλοι”». (σελ. 585). | |||||
4/1/12
«ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑΣ» αποσπάσματα ...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Μήπως θα έπρεπε να αναφέρετε τον μεταφραστή και τον επιμελητή του βιβλίου αυτού; Ευχαριστώ, Γρηγόρης Κονδύλης - μεταφραστής
ΑπάντησηΔιαγραφή