ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΩΝ ΚΑΙ ΤΙΝΩΝ ΑΛΛΩΝ - AFTER ALOSIN ALLOFRON ΕΝΝΙΟΤΕ ΚΑΙ ΑΦΡΩΝ

        Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου Βιβλία και «Λόγοι»

6/7/10

ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι επιστήμονες νόμιζαν ότι στον Ήλιο κυρίαρχο στοιχείο ήταν ο σίδηρος. Σ' αυτό το συμπέρασμα είχαν φτάσει διαβάζοντας τις γραμμές των φασματοσκοπίων. Μία αγγλίδα, η Σεσίλια Πέιν, πρότεινε στη διατριβή της έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης των φασματικών γραμμών και απέδειξε ότι κυρίαρχο στοιχείο στον Ήλιο είναι το υδρογόνο. Όμως, η παλιά φρουρά «ήξερε», το υδρογόνο δεν έκανε τίποτε. Δεν ήταν εκεί, δεν μπορούσε να είναι εκεί. Οι σταδιοδρομίες τους –όλοι οι λεπτομερείς υπολογισμοί τους και η δύναμη και η πατρωνία που πήγαζαν από αυτούς– εξαρτιόνταν από το να είναι σίδηρος το στοιχείο που υπήρχε στον ήλιο. … Ο σύμβουλος της διατριβής της δήλωσε «το λάθος της» και στη συνέχεια, ο δικός του παλιός σύμβουλος διατριβής, ο υπερόπτης Χένρι Νόρις Ράσελ, διακήρυξε ότι αυτή έκανε λάθος και εάν του εναντιωνόταν δεν θα είχε μεγάλη χρηματική υποστήριξη. Ο Ράσελ έλεγχε τις περισσότερες χορηγίες στον τομέα της αστρονομίας. Για κάποιο διάστημα η Πέιν προσπάθησε να δώσει τη μάχη της. Δεν είχε αποτέλεσμα. Ανταλλάχθηκαν επιστολές μεταξύ Πέιν και Ράσελ, αλλά εάν ήθελε να γίνει αποδεκτή η έρευνά της έπρεπε να ανακαλέσει. Στη δημοσιευμένη της διατριβή έπρεπε να προσθέσει την ταπεινωτική αράδα: «Η τεράστια αφθονία υδρογόνου σχεδόν με βεβαιότητα δεν υφίσταται». Λίγα χρόνια αργότερα δικαιώθηκε. Η Πέιν είχε δείξει το σωστό καύσιμο. Όμως ο σύμβουλος της διατριβής της σχεδόν σταμάτησε την καριέρα της, εξασφαλίζοντας να μην πλησιάσει τον νέο ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Εξασφάλισε επίσης, ως διευθυντής του Αστεροσκοπείου του Χάρβαρντ, ότι όταν η Πέιν έκανε μαθήματα, αυτά δεν θα έμπαιναν στους οδηγούς σπουδών του Χάρβαρντ. Χρόνια αργότερα η Πέιν ανακάλυψε ότι ήταν καταχωρημένη στα «έξοδα εξοπλισμού», όταν της δινόταν ο μισθός της. Και σαν μην έφτανε αυτό, όταν πλέον αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο η Πέιν, που είχε τολμήσει να αμφισβητήσει τη συναίνεση ότι τα άστρα αποτελούνταν από σίδηρο, ο Ράσελ και οι άλλοι άφηναν να εννοηθεί ότι αυτοί «πάντα» ήξεραν ότι υπήρχε πληθώρα υδρογόνου στον ήλιο. Οι καθηγητές της Πέιν προσπάθησαν να παρεμποδίσουν την καριέρα της και ποτέ δεν ζήτησαν συγνώμη.


Το 1676 το επιστημονικό κατεστημένο θεωρούσε ότι το φως διαδίδεται ακαριαία, ότι ταξιδεύει σαν μια στιγμιαία λάμψη. Τότε παγκόσμια αυθεντία στα θέματα τα σχετικά με τον πλανήτη Δία ήταν ο Ζαν-Ντομινίκ Κασινί επικεφαλής του νεοϊδρυμένου Αστεροσκοπείου του Παρισιού. Εκείνη την εποχή βρέθηκε στο Παρίσι ο Δανός επιστήμονας Όλε Ρέμερ. Ο Κασινί είχε συσσωρεύσει αναρίθμητες λεπτομερείς παρατηρήσεις για τους δορυφόρους του Δία, όμως υπήρχε πρόβλημα με τον εσώτερο δορυφόρο του, την Ιώ, η οποία δεν εκτελούσε μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον Δία κάθε σαράντα δυόμισι ώρες, όπως ήταν το αναμενόμενο, αλλά μερικές φορές κινούνταν λίγο ταχύτερα κι άλλες λίγο βραδύτερα. Η ανωμαλία αυτή ήταν ένα άλυτο πρόβλημα για την εποχή εκείνη. Ο Ρέμερ είχε την έμπνευση να αντιστρέψει το πρόβλημα. Το ερώτημα δεν ήταν πώς ταξίδευε η Ιώ, σκέφτηκε ο Ρέμερ. Ήταν πώς ταξίδευε η Γη. Υπέθεσε ότι το φως χρειάζεται κάποιο χρονικό διάστημα για να διανύσει τη μεγάλη απόσταση από τον Δία μέχρι τη Γη. Το καλοκαίρι, που η Γη είναι πιο κοντά στον Δία, το φως της Ιούς, θα έφτανε συντομότερα. Το χειμώνα, που η Γη βρίσκεται στην άλλη μεριά του ηλιακού συστήματος, το φως της Ιούς, θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να φτάσει στη Γη.

Τον Αύγουστο του 1676 ο Κασινί ανήγγειλε ότι, στις 9 Νοεμβρίου στις 17:27 ο δορυφόρος Ιώ θα εμφανιστεί πίσω από τον Δία. Ο Ρέμερ υποστήριξε ότι η πρόβλεψη του Κασινί ήταν λανθασμένη και ότι μόνο στις 17:37 θα μπορέσουν να δουν την Ιώ. Πράγματι στις 17:37 και 49 δευτερόλεπτα εμφανίστηκε η Ιώ. Ο Ρέμερ είχε εκτελέσει ένα άψογο πείραμα, με σαφή πρόβλεψη, ωστόσο οι Αστρονόμοι της εποχής δεν αποδέχονταν ότι το φως ταξίδευε με πεπερασμένη ταχύτητα. Ο Κασινί ήταν παγκόσμια αυθεντία. Η επίσημη γραμμή συνέχισε να είναι ότι η ταχύτητα του φωτός ήταν ένας μυστικός, μη μετρήσιμος αριθμός και δεν έπρεπε να έχει επίδραση στις αστρονομικές μετρήσεις. Ο Ρέμερ τα παράτησε, γύρισε στη Δανία και για πολλά χρόνια ήταν διευθυντής του λιμανιού της Κοπεγχάγης. Μόνο πενήντα χρόνια αργότερα –αφού είχε περάσει άλλη μια γενιά και ο Κασινί είχε πεθάνει– έγιναν και άλλα πειράματα που έπεισαν τους αστρονόμους ότι ο Ρέμερ είχε δίκιο. Η τιμή της ταχύτητας του φωτός που είχε εκτιμήσει ο Ρέμερ προσέγγιζε την καλύτερη σύγχρονη εκτίμηση που είναι περίπου 670.000.000 μίλια την ώρα (300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο). Ο Ρέμερ πέθανε το 1710, δεκαεφτά χρόνια πριν αποδειχθεί ότι είχε δίκιο για την ταχύτητα του φωτός. Το 1997, εκτοξεύτηκε ένα διαστημικό σκάφος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος για ένα ταξίδι στον Πλούτωνα. Κατά τη διαδρομή του πέρασε από τον πλανήτη Δία. Το σκάφος ονομάστηκε Κασινί. Η Γαλλία ήταν ο βασικός χρηματοδότης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος. Τιμήθηκε αυτός που εξ αιτίας του καθυστέρησε η επιστημονική πρόοδος τουλάχιστον 50 χρόνια!


Η Ιερά Εξέταση προσπάθησε να εμποδίσει την ανάπτυξη της Επιστήμης. Αιτία η έπαρση, θεωρητικό υπόβαθρο η δογματική εκτροπή. Οι άγιοι βιώνοντας την εμπειρία της θέωσης «ακούνε» «άρρητα ρήματα». Κάποιος εκ γενετής τυφλός ακούει ότι «το κόκκινο είναι ζεστό χρώμα». Χρώματα δεν έχει δει, έχει πιεί όμως ζεστό τσάι, έχει φορέσει ζεστό παλτό, έχει ακουμπήσει ζεστό καλοριφέρ, έχει ανεβάσει πυρετό, δεν έχει όμως την εμπειρία του ζεστού ή κρύου χρώματος. Η λέξη «κόκκινο» είναι για τον τυφλό «άρρητο ρήμα», η φράση «ζεστό χρώμα» ημιάρρητο … Ότι μας λένε οι άγιοι είναι ή άρρητα ή ημιάρρητα ρήματα. Π.χ. «ο Θεός είναι αγάπη». Η λέξη «Θεός» είναι κενή νοήματος για τον κοινό θνητό, ο καθημερινός άνθρωπος δεν έχει κανένα εμπειρικό δεδομένο που να της δίνει νόημα. Αγάπη, όλοι μας άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, έχουμε αισθανθεί παθητικά ή ενεργητικά, μας αγάπησαν κι αγαπήσαμε, όμως ο Θεός είναι αγάπη άλλου είδους από αυτήν που γνωρίζουμε, όπως, το χρώμα είναι ζεστό με άλλον τρόπο άγνωστο για τον εκ γενετής τυφλό. Όταν δει θα νιώσει. Όσο έξυπνος κι αν είναι ο τυφλός, όσο λεπτομερής περιγραφές κι αν ακούσει, πριν δει, δεν πρόκειται να καταλάβει τι σόι ζεστό είναι το χρώμα.        Η Βίβλος είναι θεόπνευστη. Ο Θεός φανερώνει κάποια «πράγματα» στους αγίους και αυτοί χρησιμοποιούν τη γλώσσα και τις γνώσεις τις εποχής τους για να μιλήσουν στους συνανθρώπους τους που όμως δεν έχουν «δει». Τα ρήματά τους είναι ή «άρρητα» ή «ημιάρρητα». Κανονικά δεν θα έπρεπε να μιλάνε, αλλά, κάνουν αυτό το άλμα και μιλάνε από αγάπη, με σκοπό όχι να καταλάβουμε τα λόγια τους, αλλά να μας κινητοποιήσουν να θελήσουμε να θεραπευτούμε, ώστε να φτάσουμε κι εμείς να δούμε και τότε να καταλάβουμε. Η Βίβλος δεν είναι εγχειρίδιο Αστρονομίας, Κοσμογονίας ή Βιολογίας. Η Βίβλος είναι ιατρικό εγχειρίδιο. Στα ιατρικά θέματα της θεραπείας του ανθρώπου, από την εγγενή πλέον έπαρση, είναι αλάθητη. Στο, τι χρειάζεται για να ξαναποκτήσει ο θνητός τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τον Δημιουργό του και όλη τη Δημιουργία είναι αλάθητη. Στο αν ο ήλιος κινείται γύρω από τη γη, απλά εκφράζει την άποψη της εποχής του Μωυσή και φυσικά μπορεί να κάνει λάθος χωρίς να χάνει το κύρος Της. Ένα σωστό ιατρικό εγχειρίδιο μπορεί να έχει ορθογραφικά λάθη χωρίς να μειώνεται η αξία του …

Η δογματική εκτροπή που προκάλεσε το Σχίσμα μεταξύ Ρώμης και Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) είχε σαν αποτέλεσμα τη λάθος κατανόηση της θεοπνευστίας. Πλέον κέντρο του ανθρώπου θεωρήθηκε το μυαλό και όχι η καρδιά, η προσευχή φάνταζε να είναι κατώτερο πράγμα από τη σκέψη. Θεωρήθηκε ότι ανώτερη λειτουργία ήταν η εγκεφαλική, το σκέπτεσθαι, εκεί τοποθετήθηκε ο «δέκτης» της άκτιστης θείας ενέργειας, η οποία επίσης υποβαθμίστηκε σε κτιστή. Νομίστηκε πλέον ότι ο άγιος δεν βιώνει στη καρδιά του την αποκάλυψη, τη θεία αγάπη, κατά την εμπειρία της θέωσης, αλλά, ότι δέχεται στο μυαλό του θείες «αποκαλύψεις». Τα «άρρητα ρήματα» θεωρήθηκαν ρητά! Υποτίθεται πλέον ότι, ο Θεός υπαγορεύει και ο Μωυσής γράφει κατά λέξη. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι η Βίβλος είναι κατά γράμμα θεόπνευστη. Αυτή η παρανόηση είναι το θεωρητικό υπόβαθρο της συνεχιζόμενης κόντρας με την Επιστήμη. Χύθηκε πολύ αίμα και περισσότερο μελάνι. Καημένοι χριστιανοί επιστήμονες ξοδεύουν τη δημιουργική τους ορμή, σπαταλάνε το χρόνο και την ικμάδα τους «υπερασπιζόμενοι» τις «επιστημονικές θέσεις» της Βίβλου. Στρατιές Δημιουργιστών (Creationists) «καίνε τα μυαλά τους» σκαρφιζόμενοι επιχειρήματα κατά της θεωρίας της Εξέλιξης. Αιτία η δογματική εκτροπή και η εγγενής έπαρση.

Η έπαρση βέβαια δεν είναι προνόμιο μόνο κάποιων θρησκευόμενων. Ο σκοταδισμός του δογματισμού μπορεί να παρεισφρήσει και στα καλύτερα σπίτια. Κάθε θνητός όσο χαρισματικός και καταρτισμένος επιστήμονας κι αν είναι κινδυνεύει από το αρχαίο αυτό σαράκι. Συχνά προικισμένοι επιστήμονες, που όμως δεν άντεξαν να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους, καθυστέρησαν την πρόοδο της Επιστήμης. «Αυτό που εμποδίζει την κατανόηση δεν είναι η απουσία της ευφυΐας αλλά η παρουσία της έπαρσης» (Λούντβιχ Βιτγκενστάιν).

Το 1905, όταν ο Αϊνστάιν δημοσίευσε την εξίσωση E=mc2 αυτή αγνοήθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Απλά, δεν ταίριαζε με αυτό που έκαμναν τότε οι περισσότεροι επιστήμονες. Το άρθρο του το δημοσίευσε σ' ένα διακεκριμένο περιοδικό αλλά ο ένας μετά τον άλλο οι φυσικοί ξεφύλλισαν το περιοδικό και είτε το διάβασαν επιπόλαια είτε απλώς αγνόησαν αυτό το εξαιρετικά παράξενο άρθρο. Κάποια στιγμή ο Αϊνστάιν προσπάθησε να υποβάλλει αίτηση για μια θέση κατώτερου διδάσκοντος στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Έστειλε το άρθρο για τη σχετικότητα. Απορρίφθηκε. Λίγο αργότερα έκανε αίτηση σε ένα γυμνάσιο. Η εξίσωση σφραγίστηκε στο φάκελο μαζί με τα υπόλοιπα έντυπα της αίτησής του. Υπήρχαν είκοσι ένας αιτούντες και τρεις κλήθηκαν για συνέντευξη. Ο Αϊνστάιν δεν ήταν ανάμεσά τους. Το 1906, ο Πουανκαρέ, συνειδητοποιώντας ότι ο Αϊνστάιν είχε ανοίξει ένα απέραντο πεδίο, αντέδρασε εντελώς ψυχρά. Αντί να εξετάσει πιο προσεκτικά αυτή την εξίσωση, που θα μπορούσε να την είχε μελετήσει στην πολύ πρώιμη φάση της και να τη φέρει στους συναδέλφους του στο Παρίσι για περαιτέρω ανάπτυξη, κράτησε σοβαρή απόσταση, δεν μίλησε ποτέ γι' αυτή και σπάνια ανέφερε το όνομα του Αϊνστάιν.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από το βιβλίο του David Bodanis,

«Η βιογραφία της πιο διάσημης
εξίσωσης στον κόσμο: E=mc2»

εκδ. ΛΙΒΑΝΗ Αθήνα 2003.

 
ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΩΝ