28/10/09
18/10/09
14/10/09
ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ
Δεν ήθελα να εξαπατηθώ για μια ακόμη φορά στη ζωή μου. Παρ' όλα τα θαυμαστά γεγονότα που είχα δει από τον π. Παΐσιο... τον αμφισβητούσα. Δεν πίστευα τις εξηγήσεις που έδινε. Μπορεί αυτός να το βλέπει έτσι, η πραγματικότητα όμως να τον ξεπερνά. Μπορεί να κατέχει ένα τμήμα της αλήθειας, μπορεί κάποια άλλα τμήματα της αλήθειας να υπάρχουν και σ' άλλα συστήματα σκέψης και σ' άλλες θρησκείες. Μπορεί να είμαι τώρα επηρεασμένος από την έντονη προσωπικότητά του, από το περιβάλλον του Αγίου Όρους. Αν απομακρυνθώ, αν πάρω κάποια απόσταση ίσως δω διαφορετικά τα πράγματα.
Αποφάσισα λοιπόν να δώσω ίσες ευκαιρίες και στους Ινδουιστές γιόγκι. Τους γνώριζα βέβαια πριν γνωρίσω τον π. Παΐσιο, αλλά ποτέ δεν είχα πάει στην Ινδία, στο κέντρο τους, στην καρδιά τους. Αποφάσισα λοιπόν να ανοίξω την ψυχή μου και σε αυτούς, όσο την είχα ανοίξει στον γέροντα. Αποφάσισα να πάω να ζήσω μαζί τους, να ζυμωθώ μαζί τους, όπως είχα κάνει και με τους ορθόδοξους μοναχούς. [...] Έτσι βρέθηκα στην Ινδία και έζησα για μήνες μέσα στα άσραμ μαζί με τους Σουάμι και τους γκουρού.
Απόκτησα εμπειρίες και από τους δύο χώρους. Πάλεψαν μέσα στην ψυχή μου. Μπόρεσα να συγκρίνω την ποιότητα και την προέλευσή τους.
Ήταν χωρίς κίνδυνο αυτή μου η στάση; Όχι, κινδύνεψα πολύ. Δεν τα έβγαλα πέρα με τις δικές μου δυνάμεις. Βοηθήθηκα ή καλύτερα σώθηκα χάρη στις επεμβάσεις του Θεού που έλυνε πολλά πρακτικά καθημερινά προβλήματα, πέρα από τα πνευματικά. Αν δε βοηθούσε ο Θεός, θα είχα καταστραφεί ολοκληρωτικά.
Αποφάσισα λοιπόν να δώσω ίσες ευκαιρίες και στους Ινδουιστές γιόγκι. Τους γνώριζα βέβαια πριν γνωρίσω τον π. Παΐσιο, αλλά ποτέ δεν είχα πάει στην Ινδία, στο κέντρο τους, στην καρδιά τους. Αποφάσισα λοιπόν να ανοίξω την ψυχή μου και σε αυτούς, όσο την είχα ανοίξει στον γέροντα. Αποφάσισα να πάω να ζήσω μαζί τους, να ζυμωθώ μαζί τους, όπως είχα κάνει και με τους ορθόδοξους μοναχούς. [...] Έτσι βρέθηκα στην Ινδία και έζησα για μήνες μέσα στα άσραμ μαζί με τους Σουάμι και τους γκουρού.
Απόκτησα εμπειρίες και από τους δύο χώρους. Πάλεψαν μέσα στην ψυχή μου. Μπόρεσα να συγκρίνω την ποιότητα και την προέλευσή τους.
Ήταν χωρίς κίνδυνο αυτή μου η στάση; Όχι, κινδύνεψα πολύ. Δεν τα έβγαλα πέρα με τις δικές μου δυνάμεις. Βοηθήθηκα ή καλύτερα σώθηκα χάρη στις επεμβάσεις του Θεού που έλυνε πολλά πρακτικά καθημερινά προβλήματα, πέρα από τα πνευματικά. Αν δε βοηθούσε ο Θεός, θα είχα καταστραφεί ολοκληρωτικά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ
ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ
Στο Σατυανάντα άσραμ, στο Μονγκύρ της Ινδίας, είχαν εντυπωσιασθεί όλοι οι γιόγκοι από το γεγονός ότι είχα συναντήσει τον Babaji και ότι είχα πάει στο άσραμ του, ψηλά στα Ιμαλάια. Ερχόντουσαν λοιπόν και με ρωτούσαν διάφορα. Ήθελαν να μάθουν την ακριβή τοποθεσία, όμως ήταν δύσκολο. Γινόταν ολοφάνερο ότι θα ήθελαν να είχαν μια συνάντηση μαζί του. Ήταν κάτι σαν μύθος μεταξύ τους. Ακόμα και ο πρόεδρος του άσραμ, ο Νιράνζαντζι, έδειχνε κάποιο θαυμασμό και περιέργεια. Όταν μου είπε: «He is in the highest level» «Είναι στο υψηλότατο επίπεδο», κατάλαβα ότι είναι μια γνώμη που προφανώς τη συμμεριζόντουσαν όλοι τους. Οι μετοχές μου είχαν ανέβει στο άσραμ μετά από αυτή την πληροφορία.
Εγώ λοιπόν γνώριζα ότι την τάδε του μήνα και για μερικές μέρες ο Babaji θα κατέβαινε στην Αλαχαμπάντ. Μία από τις πολλές ιερές πόλεις των Ινδιών, στην κοιλάδα του Γάγγη. Όταν λοιπόν ζήτησα «άδεια» για να πάω να τον δω, συνάντησα πάλι θαυμασμό και έκπληξη, για το γεγονός ότι θα πήγαινα στη συγκεκριμένη πόλη τις συγκεκριμένες μέρες. Με θεωρούσαν τυχερό, ευνοημένο. Μου εξήγησαν το λόγο. Κάθε δώδεκα χρόνια γινόταν μια εορτή θρησκευτική, και μαζευόντουσαν στην πόλη γιόγκι και γκουρού απ’ όλη την Ινδία. Η γιορτή κρατούσε τρεις μέρες και λατρευόταν το Ινδουιστικό πάνθεο. Θα ‘χα λοιπόν τη μεγάλη «τιμή» και «ευλογία» να παραβρεθώ μαζί με τους μεγάλους γιόγκι και έτσι θα «βοηθηθώ» από την ενέργεια, τις δονήσεις τους, την ατμόσφαιρα τέλος πάντων που θα δημιουργούσαν. Το γεγονός ότι εγώ ένας ξένος, ένας αμύητος, γνώριζα τον τόπο και τη μέρα θεωρήθηκε από τον πρόεδρο σημαδιακό προνόμιο, και μου «επέτρεψε» το ταξίδι. Δηλαδή θα μου έδινε πίσω το διαβατήριο και τα χρήματά μου, που μου τα είχαν πάρει, όταν πρωτόφθασα στο άσραμ.
Πήρα λοιπόν το τρένο και μετά από μακρύ ταξίδι κατέβηκα στην Αλαχαμπάντ. Ήταν μια κλασική πόλη των Ινδιών. Φαντασθείτε ένα τεράστιο χωριό. Μικροί, στενοί δρόμοι, σκοτεινοί και παμβρώμικοι, σπίτια διώροφα και τριώροφα, με ξύλα και λάσπη τα περισσότερα φτιαγμένα, τα πιο σύγχρονα με τσιμέντο. Πού να βγάλει κανείς άκρη σ’ αυτό το χάος; Χάρτης δεν υπήρχε! Μεγάλοι δρόμοι δεν υπήρχαν! Ένα τεράστιο χωριό, δηλαδή λαβύρινθος! Ένας άνθρωπος θα χανόταν σίγουρα, αν προχωρούσε λίγο πιο βαθειά στην πόλη.
Πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο κοντά στο σταθμό. Έκλεισα ένα μονό δωμάτιο, ξεκουράστηκα και το απόγευμα βγήκα βόλτα για να φάω και κάτι. Αποφάσισα ότι θα ‘ψαχνα από αύριο για τον Babaji. Δε μου φαινόταν καθόλου πιθανό να τον βρω, όμως πίστευα ότι αυτός θα τα κανόνιζε πάλι τα πράγματα, όπως την προηγούμενη φορά.
Εγώ λοιπόν γνώριζα ότι την τάδε του μήνα και για μερικές μέρες ο Babaji θα κατέβαινε στην Αλαχαμπάντ. Μία από τις πολλές ιερές πόλεις των Ινδιών, στην κοιλάδα του Γάγγη. Όταν λοιπόν ζήτησα «άδεια» για να πάω να τον δω, συνάντησα πάλι θαυμασμό και έκπληξη, για το γεγονός ότι θα πήγαινα στη συγκεκριμένη πόλη τις συγκεκριμένες μέρες. Με θεωρούσαν τυχερό, ευνοημένο. Μου εξήγησαν το λόγο. Κάθε δώδεκα χρόνια γινόταν μια εορτή θρησκευτική, και μαζευόντουσαν στην πόλη γιόγκι και γκουρού απ’ όλη την Ινδία. Η γιορτή κρατούσε τρεις μέρες και λατρευόταν το Ινδουιστικό πάνθεο. Θα ‘χα λοιπόν τη μεγάλη «τιμή» και «ευλογία» να παραβρεθώ μαζί με τους μεγάλους γιόγκι και έτσι θα «βοηθηθώ» από την ενέργεια, τις δονήσεις τους, την ατμόσφαιρα τέλος πάντων που θα δημιουργούσαν. Το γεγονός ότι εγώ ένας ξένος, ένας αμύητος, γνώριζα τον τόπο και τη μέρα θεωρήθηκε από τον πρόεδρο σημαδιακό προνόμιο, και μου «επέτρεψε» το ταξίδι. Δηλαδή θα μου έδινε πίσω το διαβατήριο και τα χρήματά μου, που μου τα είχαν πάρει, όταν πρωτόφθασα στο άσραμ.
Πήρα λοιπόν το τρένο και μετά από μακρύ ταξίδι κατέβηκα στην Αλαχαμπάντ. Ήταν μια κλασική πόλη των Ινδιών. Φαντασθείτε ένα τεράστιο χωριό. Μικροί, στενοί δρόμοι, σκοτεινοί και παμβρώμικοι, σπίτια διώροφα και τριώροφα, με ξύλα και λάσπη τα περισσότερα φτιαγμένα, τα πιο σύγχρονα με τσιμέντο. Πού να βγάλει κανείς άκρη σ’ αυτό το χάος; Χάρτης δεν υπήρχε! Μεγάλοι δρόμοι δεν υπήρχαν! Ένα τεράστιο χωριό, δηλαδή λαβύρινθος! Ένας άνθρωπος θα χανόταν σίγουρα, αν προχωρούσε λίγο πιο βαθειά στην πόλη.
Πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο κοντά στο σταθμό. Έκλεισα ένα μονό δωμάτιο, ξεκουράστηκα και το απόγευμα βγήκα βόλτα για να φάω και κάτι. Αποφάσισα ότι θα ‘ψαχνα από αύριο για τον Babaji. Δε μου φαινόταν καθόλου πιθανό να τον βρω, όμως πίστευα ότι αυτός θα τα κανόνιζε πάλι τα πράγματα, όπως την προηγούμενη φορά.
…………………
Τα ηλεκτρικά φώτα στους δρόμους ήταν αραιά. Αλλά υπήρχαν αναμμένες φωτιές εδώ κι εκεί. Το έχουν συνήθεια ν’ ανάβουν τα βράδια φωτιές στους δρόμους. Κρυώνουν κιόλας, γιατί είναι συνηθισμένοι στη ζέστη. Μαζεύονται γύρω από τη φωτιά και στήνουν την κουβέντα με τις ώρες. Πολλοί δεν έχουν και που αλλού να πάνε, και κοιμούνται δίπλα στο πεζοδρόμιο.
Εκείνη τη νύχτα όμως, διάφοροι γιόγκι είχαν στήσει σε διάφορα μέρη το στέκι τους. Άλλοι σ’ ένα μικρό άνοιγμα, άλλος σε κάποια αυλή, άλλος σε κάποιο πάρκο, άλλοι κάτω από κάποιο δένδρο. Γύρω τους μαζευόταν κόσμος, βγάζαν τα παπούτσια τους και καθόντουσαν. Θα ξενυχτούσαν ψάλλοντας ολόκληρη την Μπαγκαβάτι Γκιτά. Μερικοί είχαν κάτι οργανάκια και συνόδευαν το τραγούδι με μουσική. Οι πιο πιστοί καθόντουσαν κοντά και γύρω τους. Άλλοι στέκονταν πιο μακριά όρθιοι, παρακολουθούσαν για λίγο και μετά φεύγαν. Εγώ γύριζα χαζεύοντας από δω και από κει.
Κόλλησα σε κάποια ομάδα. Ήταν ντυμένος με το πορτοκαλί ράσο. Ήταν λεπτός με κάτασπρα μακριά μαλλιά και γένια. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο και όμορφο. Καθόταν σταυροπόδι στη στάση του λωτού. Μπροστά του είχε ανοιγμένο το βιβλίο και με το δεξί χέρι έπαιζε το οργανάκι, σαν μικροσκοπικό αρμόνιο. Γύρω-γύρω κόσμος ερχόταν να προστεθεί σ’ αυτούς που ήδη καθόντουσαν. Η φωνή του ήταν μελωδική. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν το αντιπροσωπευτικό δείγμα του γιόγκι. Αυτό που φανταζόμουν. Η εικόνα που ερχόταν στο μυαλό μου, όταν έλεγα «γιόγκι». Γιατί υπήρχαν και χοντροί και άσχημοι γιόγκι. Αυτός ήταν άξιος αντιπρόσωπος του είδους. Γι’ αυτό φαίνεται ότι κόλλησα εκεί και βάλθηκα να τον περιεργάζομαι.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα τον εαυτό μου, να παίζει το κεφάλι μου πέρα-δώθε, σαν να ήθελα να διώξω κάτι που πήγαινε να κάτσει πάνω, να τρίβω τα μάτια έντονα με τα δυο τα χέρια μου σαν να προσπαθούσα να ξυπνήσω, ενώ ταυτόχρονα αντιλήφθηκα τον κόσμο να απομακρύνεται από γύρω μου έκπληκτος και φοβισμένος. Αρκετοί μάλιστα εγκατέλειπαν την ομήγυρη. Συνήλθα! Τον κοίταξα αδιάφορα. «Σιγά τα αίματα! Ψιλικατζής!» σκέφτηκα. Δε θύμωσα μαζί του, απλά έχασα κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Έφυγα αδιάφορος για αυτόν και τις «δυνάμεις» του.
Μετά από λίγο επέστρεψα στο ξενοδοχείο και κοιμήθηκα.
Αργότερα σκέφτηκα ότι δεν κατάλαβα πότε έχασα τον αυτοέλεγχο, τη συνείδηση του εαυτού μου. Δεν κατάλαβα πότε άρχισε, ούτε πόσο διήρκεσε, ούτε τι έκανα κατά τη διάρκειά του. Είχα συνείδηση μόνο, όταν αγωνιζόμουν να ξεφύγω. Αλλά ήταν αυτό το τέλος ή μήπως μόνο η αρχή του φαινομένου; Μήπως δεν μπόρεσε να με υπνωτίσει; Μήπως δεν μπόρεσε να με υποτάξει; Μήπως μόνο προσπάθησε χωρίς επιτυχία; Ή ακριβώς το αντίθετο; Δηλαδή άρχισα να αντιδρώ μόνο στο τέλος, όταν με «άφησε», όταν άρχισα να «ξυπνώ». Πόσα λεπτά διήρκεσε αυτή η «κατάληψη»;
(σελ.194-197)
Εκείνη τη νύχτα όμως, διάφοροι γιόγκι είχαν στήσει σε διάφορα μέρη το στέκι τους. Άλλοι σ’ ένα μικρό άνοιγμα, άλλος σε κάποια αυλή, άλλος σε κάποιο πάρκο, άλλοι κάτω από κάποιο δένδρο. Γύρω τους μαζευόταν κόσμος, βγάζαν τα παπούτσια τους και καθόντουσαν. Θα ξενυχτούσαν ψάλλοντας ολόκληρη την Μπαγκαβάτι Γκιτά. Μερικοί είχαν κάτι οργανάκια και συνόδευαν το τραγούδι με μουσική. Οι πιο πιστοί καθόντουσαν κοντά και γύρω τους. Άλλοι στέκονταν πιο μακριά όρθιοι, παρακολουθούσαν για λίγο και μετά φεύγαν. Εγώ γύριζα χαζεύοντας από δω και από κει.
Κόλλησα σε κάποια ομάδα. Ήταν ντυμένος με το πορτοκαλί ράσο. Ήταν λεπτός με κάτασπρα μακριά μαλλιά και γένια. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο και όμορφο. Καθόταν σταυροπόδι στη στάση του λωτού. Μπροστά του είχε ανοιγμένο το βιβλίο και με το δεξί χέρι έπαιζε το οργανάκι, σαν μικροσκοπικό αρμόνιο. Γύρω-γύρω κόσμος ερχόταν να προστεθεί σ’ αυτούς που ήδη καθόντουσαν. Η φωνή του ήταν μελωδική. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν το αντιπροσωπευτικό δείγμα του γιόγκι. Αυτό που φανταζόμουν. Η εικόνα που ερχόταν στο μυαλό μου, όταν έλεγα «γιόγκι». Γιατί υπήρχαν και χοντροί και άσχημοι γιόγκι. Αυτός ήταν άξιος αντιπρόσωπος του είδους. Γι’ αυτό φαίνεται ότι κόλλησα εκεί και βάλθηκα να τον περιεργάζομαι.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα τον εαυτό μου, να παίζει το κεφάλι μου πέρα-δώθε, σαν να ήθελα να διώξω κάτι που πήγαινε να κάτσει πάνω, να τρίβω τα μάτια έντονα με τα δυο τα χέρια μου σαν να προσπαθούσα να ξυπνήσω, ενώ ταυτόχρονα αντιλήφθηκα τον κόσμο να απομακρύνεται από γύρω μου έκπληκτος και φοβισμένος. Αρκετοί μάλιστα εγκατέλειπαν την ομήγυρη. Συνήλθα! Τον κοίταξα αδιάφορα. «Σιγά τα αίματα! Ψιλικατζής!» σκέφτηκα. Δε θύμωσα μαζί του, απλά έχασα κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Έφυγα αδιάφορος για αυτόν και τις «δυνάμεις» του.
Μετά από λίγο επέστρεψα στο ξενοδοχείο και κοιμήθηκα.
Αργότερα σκέφτηκα ότι δεν κατάλαβα πότε έχασα τον αυτοέλεγχο, τη συνείδηση του εαυτού μου. Δεν κατάλαβα πότε άρχισε, ούτε πόσο διήρκεσε, ούτε τι έκανα κατά τη διάρκειά του. Είχα συνείδηση μόνο, όταν αγωνιζόμουν να ξεφύγω. Αλλά ήταν αυτό το τέλος ή μήπως μόνο η αρχή του φαινομένου; Μήπως δεν μπόρεσε να με υπνωτίσει; Μήπως δεν μπόρεσε να με υποτάξει; Μήπως μόνο προσπάθησε χωρίς επιτυχία; Ή ακριβώς το αντίθετο; Δηλαδή άρχισα να αντιδρώ μόνο στο τέλος, όταν με «άφησε», όταν άρχισα να «ξυπνώ». Πόσα λεπτά διήρκεσε αυτή η «κατάληψη»;
(σελ.194-197)
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΜΟΥ ΔΟΚΙΜΕΣ»
ΟΙ ΚΡΟΤΟΙ.
Θυμάμαι, οτι πήρα με ενθουσιασμό και λαχτάρα να διαβάσω το βίο του π. Αρσενίου του Καππαδόκου, όταν έμαθα οτι το βιβλίο το έγραψε ο γέροντας Παΐσιος. Ετσι, κλείστηκα μόνος μου σε ένα κελλί της Ι. Μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, που είναι και το πλησιέστερο μοναστήρι στο κελλί του γέροντα, και ρουφήχτηκα μέσα στο βιβλίο.
Διάβαζα και εντυπωσιαζόμουν. «Ρέ παιδί μου, δεν έχουν μόνο οι γιόγκι δυνάμεις. Και τούτος εδώ ο παπάς πρέπει να ήταν μεγάλος γιόγκι» σκεφτόμουν. Ενώ είχα προηγουμένως διαβάσει διάφορα ινδουιστικά βιβλία για τη ζωή κάποιον μεγάλων γιόγκι, πρώτη φορά διάβαζα για κάποιον Χριστιανό Άγιο. Απορούσα! «Ώστε υπάρχουν και στην Ελλάδα και στο Χριστιανισμό τόσο πολύ εξελιγμένοι πνευματικά άνθρωποι!!». Τότε δεν ήμουν σε θέση να ξεχωρίσω την μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε έναν ορθόδοξο Άγιο και έναν ινδουιστή γκουρού. Μου φαινόταν το ίδιο.
Συνέχιζα το διάβασμα και εντυπωσιαζόμουν όλο και περισσότερο από την αγία ζωή του π. Αρσενίου! Ξαφνικά άρχισα να ακούω κρότους μέσα στο δωμάτιο. Σαν να έσκαγαν μικρά δυναμιτάκια στον αέρα του δωματίου. Πετάχτηκα έκπληκτος και κοίταζα με ανησυχία και απορία γύρω μου. Δεν μπορούσα να εντοπίσω τίποτα. Συνέχισαν να σκάνε, να δημιουργούνται κρότοι στον αέρα από το τίποτα μπροστά στο πρόσωπο μου, δίπλα στο αυτί μου, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Μέρα μεσημέρι. Κοιτούσα σαν χαζός γύρω μου. Ανήσυχος. Φοβισμένος.
Έφυγα από το δωμάτιο και πήρα το μονοπάτι για το κελλί του γέροντα Παΐσιου. -Γέροντα, τό και τό μου συνέβη του είπα ανήσυχος. Γέλασε! -Μή φοβάσαι μου είπε, το ταγκαλάκι(=ο δαίμονας), σε πειράζει! Είδε την ωφέλεια που είχε η ψυχή σου όταν διάβαζες το βιβλίο και προσπάθησε να σε σταματήσει. Μή φοβάσαι, δεν είναι τίποτα. Μεσ' την αγκαλιά του με σταύρωσε και με έδιωξε ησυχασμένο.
Λες να υπάρχει διάβολος στα αλήθεια!! όπως μου λέει ο γέροντας; Αναρωτιόμουν στο δρόμο. Φυσικά δεν είχα δεχθεί την εξήγηση του γέροντα. Διάβολος;;!! Στον εικοστό αιώνα!!; Δεν το χωρούσε το μυαλό μου, η κουλτούρα μου, η μόρφωσή μου, η κοσμοθεωρία μου, η ιδεολογία μου. Μου φαινόταν πολύ τραβηγμένο. Από την άλλη μεριά, τί ήταν αυτό που έγινε; Αμηχανία ... Απορία ... Άσε να δούμε παρακάτω, θέλει ψάξιμο το πράγμα, σκέφτηκα.
ΤΑ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ!
Κάποια άλλη φορά, βρισκόμουν πάλι στο Κουτλουμούσι. Μόνος στο δωμάτιο, διάβαζα κάποιο χριστιανικό βιβλίο. Ξαφνικά μου ήρθε η επιθυμία να προσευχηθώ. Ας δοκιμάσω σκέφτηκα, και τον χριστιανικό τρόπο, να δούμε τι διαφορά έχει η προσευχή από τον διαλογισμό. Να το νιώσω στην πράξη. Βέβαια δεν ήξερα πως προσεύχονται. Γνώριζα αρκετά για τον διαλογισμό, αλλά τίποτα για την προσευχή. Θα γονατίσω , σκέφτηκα, και θα μιλήσω στο Χριστό. Εξάλλου, ο Χριστός είναι καλός! Είτε μεγάλος γιόγκι ήταν, είτε οτιδήποτε άλλο, το σίγουρο ήταν ότι είναι καλός. Δεν έχω να φοβάμαι τίποτα από Αυτόν.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και γονάτισα. Μόλις ακούμπησα στο πάτωμα τα γόνατα, άκουσα κάτι άγρια ουρλιαχτά έξω από το παράθυρο. Πετάχτηκα φοβισμένος. Κοίταξα αμέσως έξω από το παράθυρο. Μεσημέρι, ζέστη, δεν κυκλοφορούσε τίποτα σε μεγάλη απόσταση. Όμως ακόμα άκουγα τα ουρλιαχτά. Τα έχασα! Φοβήθηκα!
Άσε ... που πάω να μπλέξω, σκέφτηκα. Σταμάτησα, έφυγε κάθε διάθεση για προσευχή. Μόλις είχα δεχτεί μιά απειλή, από κάτι πολύ άγριο και δυνατό. Μήπως ξέρω τι γίνεται; ... Βρισκόμουν στο σκοτάδι, να παλεύω στα τυφλά με κάτι άγνωστο. Υποχώρησα σε υπαρξιακούς χώρους που γνώριζα. Ένιωθα ότι πήγα να κάνω ένα μικρό βήμα, μια είσοδο σε έναν πνευματικό χώρο, σε έναν υπαρξιακό χώρο αν προτιμάτε, και κάποιος μου έκλεισε άγρια, κατάμουτρα την πόρτα. Δεν ήμουν καθόλου ευπρόσδεκτος. Όμως με έτρωγε μέσα μου. Τί ήταν αυτό πάλι; Δεν μπορούσα να το αγνοήσω, είχε συμβεί.
Μετά από μέρες, πήγα πάλι στον γέροντα. Γέροντα έτσι και έτσι. Αυτό μου συνέβηκε. Με κοίταξε με πολλή αγάπη. Μου έπιασε το χέρι και κοιτούσε μέσα στα μάτια μου. Ένιωθα την μεγάλη του αγάπη, το μεγάλο του ενδιαφέρον για μένα προσωπικά. Μή φοβάσαι, οι δαίμονες είναι!! πάνε να σε φοβίσουν, να μην πάρεις τον καλό δρόμο! Δεν επιτρέπει ο Θεός να σου κάνουν κακό! Τους έχει δεμένους! Μόνο να φωνάζουν σαν τα σκυλιά μπορούν. Μη φοβάσαι! Κοντά στον γέροντα δεν φοβόμουν. Γενικά δεν φοβόμουν. Ίσως από άγνοια κινδύνου, ίσως από επιπολαιότητα.
Έφυγε, πέρασε το γεγονός ... Συμπέρασμα δεν έβγαλα!... Τον γέροντα τον συμπαθούσα πολύ, αλλά τα λόγια του δεν τα πίστευα όλα. Δε χωρούσαν μέσα μου... Βρισκόμουν μετέωρος. Δεν πατούσα πουθενά. Δεν γνώριζα τι να πιστέψω, πως να ερμηνεύσω το γεγονός!...
Ο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Βρισκόμουν στην μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους. Ένα πολύ όμορφο, παραθαλάσσιο μοναστήρι, κάμποσες μέρες φιλοξενούμενος. Ένα απόγευμα έπιασα κουβέντα με κάποιον σεβάσμιο μοναχό. Ήμασταν μόνοι στη βιβλιοθήκη που υπάρχει στο αρχονταρίκι της μονής. Γέροντα, θέλω να με μάθετε να προσεύχομαι, του είπα κάποια στιγμή. Να προσεύχεσαι; με ρώτησε με απορία. Επηρεασμένος από τα ινδουιστικά, φανταζόμουν οτι θα υπάρχει κάποια ιδιαίτερη μέθοδος, κάποια τεχνική... κάτι σαν τον διαλογισμό.
Ναι γέροντα, τι πρέπει να κάνω για να προσευχηθώ; Τί να πώ; πως πρέπει να κάτσω; Κατάλαβε την μεγάλη μου άγνοια, αλλά δεν έδειξε τίποτα. Να, κοίτα να δεις... απλά. Πρέπει να είσαι απλός. Θα κάτσεις ήσυχα σε μια γωνιά και θα μιλήσεις στον Χριστό σαν να ήταν κοντά σου και να σε άκουγε. Είναι μπροστά και σε ακούει... θα τα πεις σαν να μιλούσες σε κάποιον φίλο σου. Καθώς όμως συνέχιζε να μου μιλάει, ένιωσα κάτι κακό, περίεργο, να πέφτει πάνω μου και να με αλλοιώνει ψυχικά. Τον διέκοψα. Γέροντα, τώρα που μου μιλάτε, κάτι περίεργο μου συμβαίνει, κάτι με εμποδίζει. Έχει αλλάξει το μυαλό μου. Σας βλέπω κάπως... διαφορετικά. Με κοίταξε με ανησυχία. Δεν πειράζει παιδί μου, θα τα πούμε αύριο. Πάνε τώρα να ξεκουραστείς...
Είχε βραδιάσει πια. Πήγα στο δωμάτιο μου. Ήμουν μόνος αυτήν την φορά σε ένα μικρό δωμάτιο. Έπεσα να κοιμηθώ. Δεν θα είχα κοιμηθεί πολύ, όταν ξύπνησα ανήσυχος. Κάτι με πλάκωνε στο στήθος. Κάποιος είχε μπει μέσα στο δωμάτιο μου και με πίεζε στο στήθος. Άνοιξα τα μάτια φοβισμένος. Δεν έβλεπα τίποτα, παρά μόνο τα έπιπλα. Όμως... ένιωθα την ζωντανή παρουσία που με πίεζε αφόρητα. Χριστέ μου, δεν αντέχω άλλο βγάλε τον έξω από δω, είπα μέσα μου. Αμέσως ένιωσα το δωμάτιο να αδειάζει από αυτή την βαριά παρουσία. Πήγε και στάθηκε έξω από την πόρτα του δωματίου... απειλητικά. Δεν τόλμησα να κοιμηθώ. Πέρασα πολλές ώρες ανήσυχος, με την προσοχή τεταμένη. Κάποιος ήταν έξω από την πόρτα μου συνέχεια! Όταν ξημέρωσε πια, μπόρεσα και κοιμήθηκα λίγο.
Μόλις ξύπνησα, κατέβηκα στην αυλή του μοναστηριού και έπεσα πάνω στον μοναχό, που είχαμε την κουβέντα χτες βράδυ για την προσευχή. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, ξάγρυπνος. Πώς είσαι σήμερα; είσαι καλά; με ρώτησε γεμάτος αγάπη και ενδιαφέρον. Ναι γέροντα, μου έφυγε. Δεν έχω τίποτα τώρα, Ευχαριστώ, του είπα. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος, είχε κουραστεί για μένα, προσευχόμενος την νύχτα, γιαυτό δεν μπορούσε να με πειράξει ο νυχτερινός επισκέπτης! Μέχρι σήμερα νιώθω υποχρέωση σε αυτόν τον άνθρωπο.
Την άλλη μέρα, πήγα να δω τον π. Παΐσιο. Του είπα το συμβάν. Κάτσε να σου φέρω ένα πιστόλι, μου είπε γελώντας. Μπαίνει μέσα στο κελλί του και μου φέρνει ένα μικρό κομποσχοινάκι, 33άρι, με 33 κόμπους, όσα τα χρόνια του Χριστού και με έναν σταυρό. Ξέρεις μου λέει, αυτό πετάει πνευματικές σφαίρες. Κάθε φορά που λες την ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ, είναι σαν να πυροβολείς το διάβολο και δεν σε πλησιάζει. Πάρτο να το έχεις για άμυνα!
Χαρούμενος γιατί είχα κάτι δικό του το πήρα. Είπαμε και άλλα. Πάντοτε έφευγα από τον γέροντα πολύ καλύτερα από όταν πήγαινα, ξεκούραστος, με τα προβλήματα λυμένα, χωρίς απορίες, αισιόδοξος, τονωμένος ακόμα και με περισσότερες όχι μόνο ψυχικές, αλλά και σωματικές δυνάμεις. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, φόβος, δυσκολία. Μόνο χαρά, σιγουριά και ευτυχία θεϊκή.
Ξαναγύρισα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα που με φιλοξενούσε. Ένα βράδυ, ξαναφάνηκε ο Επισκέπτης. Αυτή την φορά όμως είχα... το πιστόλι του π. Παΐσιου. Μέσα στον ύπνο μου ακόμα, όταν ένιωσα την παρουσία του... πυροβόλησα. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Αμέσως τραβήχτηκε μακριά μου. Συνέχισα να λέω την ευχή. Πήρα θάρρος και άρχισα να τον κυνηγώ. Προχώρησα προς το μέρος του. Όταν όμως πλησίασα αρκετά κοντά του, ένιωσα την παγερή δύναμη του και κοντοστάθηκα. Ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα. Όρμησε κατά πάνω μου. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Πυροβολούσα συνεχώς τώρα, έλεγα συνέχεια την ευχή. Τράπηκε σε φυγή. Λες και τον έκαιγαν τα λόγια της ευχής. Η ευχή, το όνομα του Χριστού είχε δύναμη, όχι εγώ.
Εμένα μπορούσε να με λιώσει σαν κουνούπι στο χέρι του. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Έγινε αστείος. Κοντός, χοντρός, σαν νάνος, με ένα σαρίκι στο κεφάλι, άρχισε να κάνει αστεία και να με πλησιάζει σιγά-σιγά, σαν για παιχνίδι. Ξαφνιάστηκα, σχεδόν γέλασα. Όμως μόλις με πλησίασε αρκετά, ένιωθε η ψυχή μου την απειλή και την κακία και ξανάρχιζα την ευχή. Έφευγε τρέχοντας από κοντά μου. Έτσι υπήρχε η ευχή του Ιησού σαν απόσταση ασφαλείας ανάμεσα μας. Δεν μπόρεσε να μου κάνει τίποτα, όπως στο παρελθόν που με έδερνε και ήμουν σαν παράλυτος, ανίκανος να υπερασπίσω τον εαυτό μου. Εκείνο το βράδυ, με την δύναμη του Χριστού, έτρεψα σε φυγή τον δαίμονα και τον κράτησα μακριά μου. Είχα κερδίσει μια μάχη.
Ο πόλεμος όμως, δεν τελείωσε. Συνεχίζεται σε κάθε μήκος και πλάτος της γης όπου υπάρχουν άνθρωποι. Η λύσσα του αόρατου εχθρού είναι μεγάλη και θέλει να τραβήξει στην κόλαση όσους περισσότερους μπορεί. Την ίδια στιγμή που έχει πείσει τον σημερινό ζαλισμένο άνθρωπο ότι δεν υπάρχει, τον έχει ρίξει με τα μούτρα στην λατρεία της ύλης και του πλούτου του οποίου είναι κλειδοκράτωρ! Τον έχει ρίξει στον αποκρυφισμό, στην μαγεία, στα μέντιουμ και την μασονία και κάθε είδους παραθρησκεία που είναι τα παιδιά του, και του σιγοψιθυρίζει το αιώνιο ψέμα που είπε και στους πρωτοπλάστους μέσα στην Εδέμ... ποιός θεός; Δεν υπάρχει θεός, δεν είναι. Εσείς είστε θεοί, ο άνθρωπος είναι θεός αρκεί να με ακούσετε, αρκεί να κάνετε ότι σας πω. Πότε με τέχνη και μαεστρία, δώρα και υποσχέσεις, πότε με φοβέρες και απειλές θέλει να παρασύρει τους πάντες στον όλεθρο. Ο Χριστός όμως, είναι παντοδύναμος. Τον έχει συντρίψει για χάρη μας πάνω στον σταυρό! Αρκεί εμείς, να μη λοξοκοιτάμε και φερόμαστε πολύ ανόητα και αχάριστα...
(σελ.64-70)
ΟΙ ΚΡΟΤΟΙ.
Θυμάμαι, οτι πήρα με ενθουσιασμό και λαχτάρα να διαβάσω το βίο του π. Αρσενίου του Καππαδόκου, όταν έμαθα οτι το βιβλίο το έγραψε ο γέροντας Παΐσιος. Ετσι, κλείστηκα μόνος μου σε ένα κελλί της Ι. Μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, που είναι και το πλησιέστερο μοναστήρι στο κελλί του γέροντα, και ρουφήχτηκα μέσα στο βιβλίο.
Διάβαζα και εντυπωσιαζόμουν. «Ρέ παιδί μου, δεν έχουν μόνο οι γιόγκι δυνάμεις. Και τούτος εδώ ο παπάς πρέπει να ήταν μεγάλος γιόγκι» σκεφτόμουν. Ενώ είχα προηγουμένως διαβάσει διάφορα ινδουιστικά βιβλία για τη ζωή κάποιον μεγάλων γιόγκι, πρώτη φορά διάβαζα για κάποιον Χριστιανό Άγιο. Απορούσα! «Ώστε υπάρχουν και στην Ελλάδα και στο Χριστιανισμό τόσο πολύ εξελιγμένοι πνευματικά άνθρωποι!!». Τότε δεν ήμουν σε θέση να ξεχωρίσω την μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε έναν ορθόδοξο Άγιο και έναν ινδουιστή γκουρού. Μου φαινόταν το ίδιο.
Συνέχιζα το διάβασμα και εντυπωσιαζόμουν όλο και περισσότερο από την αγία ζωή του π. Αρσενίου! Ξαφνικά άρχισα να ακούω κρότους μέσα στο δωμάτιο. Σαν να έσκαγαν μικρά δυναμιτάκια στον αέρα του δωματίου. Πετάχτηκα έκπληκτος και κοίταζα με ανησυχία και απορία γύρω μου. Δεν μπορούσα να εντοπίσω τίποτα. Συνέχισαν να σκάνε, να δημιουργούνται κρότοι στον αέρα από το τίποτα μπροστά στο πρόσωπο μου, δίπλα στο αυτί μου, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Μέρα μεσημέρι. Κοιτούσα σαν χαζός γύρω μου. Ανήσυχος. Φοβισμένος.
Έφυγα από το δωμάτιο και πήρα το μονοπάτι για το κελλί του γέροντα Παΐσιου. -Γέροντα, τό και τό μου συνέβη του είπα ανήσυχος. Γέλασε! -Μή φοβάσαι μου είπε, το ταγκαλάκι(=ο δαίμονας), σε πειράζει! Είδε την ωφέλεια που είχε η ψυχή σου όταν διάβαζες το βιβλίο και προσπάθησε να σε σταματήσει. Μή φοβάσαι, δεν είναι τίποτα. Μεσ' την αγκαλιά του με σταύρωσε και με έδιωξε ησυχασμένο.
Λες να υπάρχει διάβολος στα αλήθεια!! όπως μου λέει ο γέροντας; Αναρωτιόμουν στο δρόμο. Φυσικά δεν είχα δεχθεί την εξήγηση του γέροντα. Διάβολος;;!! Στον εικοστό αιώνα!!; Δεν το χωρούσε το μυαλό μου, η κουλτούρα μου, η μόρφωσή μου, η κοσμοθεωρία μου, η ιδεολογία μου. Μου φαινόταν πολύ τραβηγμένο. Από την άλλη μεριά, τί ήταν αυτό που έγινε; Αμηχανία ... Απορία ... Άσε να δούμε παρακάτω, θέλει ψάξιμο το πράγμα, σκέφτηκα.
ΤΑ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ!
Κάποια άλλη φορά, βρισκόμουν πάλι στο Κουτλουμούσι. Μόνος στο δωμάτιο, διάβαζα κάποιο χριστιανικό βιβλίο. Ξαφνικά μου ήρθε η επιθυμία να προσευχηθώ. Ας δοκιμάσω σκέφτηκα, και τον χριστιανικό τρόπο, να δούμε τι διαφορά έχει η προσευχή από τον διαλογισμό. Να το νιώσω στην πράξη. Βέβαια δεν ήξερα πως προσεύχονται. Γνώριζα αρκετά για τον διαλογισμό, αλλά τίποτα για την προσευχή. Θα γονατίσω , σκέφτηκα, και θα μιλήσω στο Χριστό. Εξάλλου, ο Χριστός είναι καλός! Είτε μεγάλος γιόγκι ήταν, είτε οτιδήποτε άλλο, το σίγουρο ήταν ότι είναι καλός. Δεν έχω να φοβάμαι τίποτα από Αυτόν.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και γονάτισα. Μόλις ακούμπησα στο πάτωμα τα γόνατα, άκουσα κάτι άγρια ουρλιαχτά έξω από το παράθυρο. Πετάχτηκα φοβισμένος. Κοίταξα αμέσως έξω από το παράθυρο. Μεσημέρι, ζέστη, δεν κυκλοφορούσε τίποτα σε μεγάλη απόσταση. Όμως ακόμα άκουγα τα ουρλιαχτά. Τα έχασα! Φοβήθηκα!
Άσε ... που πάω να μπλέξω, σκέφτηκα. Σταμάτησα, έφυγε κάθε διάθεση για προσευχή. Μόλις είχα δεχτεί μιά απειλή, από κάτι πολύ άγριο και δυνατό. Μήπως ξέρω τι γίνεται; ... Βρισκόμουν στο σκοτάδι, να παλεύω στα τυφλά με κάτι άγνωστο. Υποχώρησα σε υπαρξιακούς χώρους που γνώριζα. Ένιωθα ότι πήγα να κάνω ένα μικρό βήμα, μια είσοδο σε έναν πνευματικό χώρο, σε έναν υπαρξιακό χώρο αν προτιμάτε, και κάποιος μου έκλεισε άγρια, κατάμουτρα την πόρτα. Δεν ήμουν καθόλου ευπρόσδεκτος. Όμως με έτρωγε μέσα μου. Τί ήταν αυτό πάλι; Δεν μπορούσα να το αγνοήσω, είχε συμβεί.
Μετά από μέρες, πήγα πάλι στον γέροντα. Γέροντα έτσι και έτσι. Αυτό μου συνέβηκε. Με κοίταξε με πολλή αγάπη. Μου έπιασε το χέρι και κοιτούσε μέσα στα μάτια μου. Ένιωθα την μεγάλη του αγάπη, το μεγάλο του ενδιαφέρον για μένα προσωπικά. Μή φοβάσαι, οι δαίμονες είναι!! πάνε να σε φοβίσουν, να μην πάρεις τον καλό δρόμο! Δεν επιτρέπει ο Θεός να σου κάνουν κακό! Τους έχει δεμένους! Μόνο να φωνάζουν σαν τα σκυλιά μπορούν. Μη φοβάσαι! Κοντά στον γέροντα δεν φοβόμουν. Γενικά δεν φοβόμουν. Ίσως από άγνοια κινδύνου, ίσως από επιπολαιότητα.
Έφυγε, πέρασε το γεγονός ... Συμπέρασμα δεν έβγαλα!... Τον γέροντα τον συμπαθούσα πολύ, αλλά τα λόγια του δεν τα πίστευα όλα. Δε χωρούσαν μέσα μου... Βρισκόμουν μετέωρος. Δεν πατούσα πουθενά. Δεν γνώριζα τι να πιστέψω, πως να ερμηνεύσω το γεγονός!...
Ο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Βρισκόμουν στην μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους. Ένα πολύ όμορφο, παραθαλάσσιο μοναστήρι, κάμποσες μέρες φιλοξενούμενος. Ένα απόγευμα έπιασα κουβέντα με κάποιον σεβάσμιο μοναχό. Ήμασταν μόνοι στη βιβλιοθήκη που υπάρχει στο αρχονταρίκι της μονής. Γέροντα, θέλω να με μάθετε να προσεύχομαι, του είπα κάποια στιγμή. Να προσεύχεσαι; με ρώτησε με απορία. Επηρεασμένος από τα ινδουιστικά, φανταζόμουν οτι θα υπάρχει κάποια ιδιαίτερη μέθοδος, κάποια τεχνική... κάτι σαν τον διαλογισμό.
Ναι γέροντα, τι πρέπει να κάνω για να προσευχηθώ; Τί να πώ; πως πρέπει να κάτσω; Κατάλαβε την μεγάλη μου άγνοια, αλλά δεν έδειξε τίποτα. Να, κοίτα να δεις... απλά. Πρέπει να είσαι απλός. Θα κάτσεις ήσυχα σε μια γωνιά και θα μιλήσεις στον Χριστό σαν να ήταν κοντά σου και να σε άκουγε. Είναι μπροστά και σε ακούει... θα τα πεις σαν να μιλούσες σε κάποιον φίλο σου. Καθώς όμως συνέχιζε να μου μιλάει, ένιωσα κάτι κακό, περίεργο, να πέφτει πάνω μου και να με αλλοιώνει ψυχικά. Τον διέκοψα. Γέροντα, τώρα που μου μιλάτε, κάτι περίεργο μου συμβαίνει, κάτι με εμποδίζει. Έχει αλλάξει το μυαλό μου. Σας βλέπω κάπως... διαφορετικά. Με κοίταξε με ανησυχία. Δεν πειράζει παιδί μου, θα τα πούμε αύριο. Πάνε τώρα να ξεκουραστείς...
Είχε βραδιάσει πια. Πήγα στο δωμάτιο μου. Ήμουν μόνος αυτήν την φορά σε ένα μικρό δωμάτιο. Έπεσα να κοιμηθώ. Δεν θα είχα κοιμηθεί πολύ, όταν ξύπνησα ανήσυχος. Κάτι με πλάκωνε στο στήθος. Κάποιος είχε μπει μέσα στο δωμάτιο μου και με πίεζε στο στήθος. Άνοιξα τα μάτια φοβισμένος. Δεν έβλεπα τίποτα, παρά μόνο τα έπιπλα. Όμως... ένιωθα την ζωντανή παρουσία που με πίεζε αφόρητα. Χριστέ μου, δεν αντέχω άλλο βγάλε τον έξω από δω, είπα μέσα μου. Αμέσως ένιωσα το δωμάτιο να αδειάζει από αυτή την βαριά παρουσία. Πήγε και στάθηκε έξω από την πόρτα του δωματίου... απειλητικά. Δεν τόλμησα να κοιμηθώ. Πέρασα πολλές ώρες ανήσυχος, με την προσοχή τεταμένη. Κάποιος ήταν έξω από την πόρτα μου συνέχεια! Όταν ξημέρωσε πια, μπόρεσα και κοιμήθηκα λίγο.
Μόλις ξύπνησα, κατέβηκα στην αυλή του μοναστηριού και έπεσα πάνω στον μοναχό, που είχαμε την κουβέντα χτες βράδυ για την προσευχή. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, ξάγρυπνος. Πώς είσαι σήμερα; είσαι καλά; με ρώτησε γεμάτος αγάπη και ενδιαφέρον. Ναι γέροντα, μου έφυγε. Δεν έχω τίποτα τώρα, Ευχαριστώ, του είπα. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος, είχε κουραστεί για μένα, προσευχόμενος την νύχτα, γιαυτό δεν μπορούσε να με πειράξει ο νυχτερινός επισκέπτης! Μέχρι σήμερα νιώθω υποχρέωση σε αυτόν τον άνθρωπο.
Την άλλη μέρα, πήγα να δω τον π. Παΐσιο. Του είπα το συμβάν. Κάτσε να σου φέρω ένα πιστόλι, μου είπε γελώντας. Μπαίνει μέσα στο κελλί του και μου φέρνει ένα μικρό κομποσχοινάκι, 33άρι, με 33 κόμπους, όσα τα χρόνια του Χριστού και με έναν σταυρό. Ξέρεις μου λέει, αυτό πετάει πνευματικές σφαίρες. Κάθε φορά που λες την ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ, είναι σαν να πυροβολείς το διάβολο και δεν σε πλησιάζει. Πάρτο να το έχεις για άμυνα!
Χαρούμενος γιατί είχα κάτι δικό του το πήρα. Είπαμε και άλλα. Πάντοτε έφευγα από τον γέροντα πολύ καλύτερα από όταν πήγαινα, ξεκούραστος, με τα προβλήματα λυμένα, χωρίς απορίες, αισιόδοξος, τονωμένος ακόμα και με περισσότερες όχι μόνο ψυχικές, αλλά και σωματικές δυνάμεις. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, φόβος, δυσκολία. Μόνο χαρά, σιγουριά και ευτυχία θεϊκή.
Ξαναγύρισα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα που με φιλοξενούσε. Ένα βράδυ, ξαναφάνηκε ο Επισκέπτης. Αυτή την φορά όμως είχα... το πιστόλι του π. Παΐσιου. Μέσα στον ύπνο μου ακόμα, όταν ένιωσα την παρουσία του... πυροβόλησα. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Αμέσως τραβήχτηκε μακριά μου. Συνέχισα να λέω την ευχή. Πήρα θάρρος και άρχισα να τον κυνηγώ. Προχώρησα προς το μέρος του. Όταν όμως πλησίασα αρκετά κοντά του, ένιωσα την παγερή δύναμη του και κοντοστάθηκα. Ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα. Όρμησε κατά πάνω μου. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Πυροβολούσα συνεχώς τώρα, έλεγα συνέχεια την ευχή. Τράπηκε σε φυγή. Λες και τον έκαιγαν τα λόγια της ευχής. Η ευχή, το όνομα του Χριστού είχε δύναμη, όχι εγώ.
Εμένα μπορούσε να με λιώσει σαν κουνούπι στο χέρι του. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Έγινε αστείος. Κοντός, χοντρός, σαν νάνος, με ένα σαρίκι στο κεφάλι, άρχισε να κάνει αστεία και να με πλησιάζει σιγά-σιγά, σαν για παιχνίδι. Ξαφνιάστηκα, σχεδόν γέλασα. Όμως μόλις με πλησίασε αρκετά, ένιωθε η ψυχή μου την απειλή και την κακία και ξανάρχιζα την ευχή. Έφευγε τρέχοντας από κοντά μου. Έτσι υπήρχε η ευχή του Ιησού σαν απόσταση ασφαλείας ανάμεσα μας. Δεν μπόρεσε να μου κάνει τίποτα, όπως στο παρελθόν που με έδερνε και ήμουν σαν παράλυτος, ανίκανος να υπερασπίσω τον εαυτό μου. Εκείνο το βράδυ, με την δύναμη του Χριστού, έτρεψα σε φυγή τον δαίμονα και τον κράτησα μακριά μου. Είχα κερδίσει μια μάχη.
Ο πόλεμος όμως, δεν τελείωσε. Συνεχίζεται σε κάθε μήκος και πλάτος της γης όπου υπάρχουν άνθρωποι. Η λύσσα του αόρατου εχθρού είναι μεγάλη και θέλει να τραβήξει στην κόλαση όσους περισσότερους μπορεί. Την ίδια στιγμή που έχει πείσει τον σημερινό ζαλισμένο άνθρωπο ότι δεν υπάρχει, τον έχει ρίξει με τα μούτρα στην λατρεία της ύλης και του πλούτου του οποίου είναι κλειδοκράτωρ! Τον έχει ρίξει στον αποκρυφισμό, στην μαγεία, στα μέντιουμ και την μασονία και κάθε είδους παραθρησκεία που είναι τα παιδιά του, και του σιγοψιθυρίζει το αιώνιο ψέμα που είπε και στους πρωτοπλάστους μέσα στην Εδέμ... ποιός θεός; Δεν υπάρχει θεός, δεν είναι. Εσείς είστε θεοί, ο άνθρωπος είναι θεός αρκεί να με ακούσετε, αρκεί να κάνετε ότι σας πω. Πότε με τέχνη και μαεστρία, δώρα και υποσχέσεις, πότε με φοβέρες και απειλές θέλει να παρασύρει τους πάντες στον όλεθρο. Ο Χριστός όμως, είναι παντοδύναμος. Τον έχει συντρίψει για χάρη μας πάνω στον σταυρό! Αρκεί εμείς, να μη λοξοκοιτάμε και φερόμαστε πολύ ανόητα και αχάριστα...
(σελ.64-70)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)