ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΩΝ ΚΑΙ ΤΙΝΩΝ ΑΛΛΩΝ - AFTER ALOSIN ALLOFRON ΕΝΝΙΟΤΕ ΚΑΙ ΑΦΡΩΝ

        Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου Βιβλία και «Λόγοι»

5/6/11

ΕΡΑΣΜΟΥ «ΜΩΡΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ»

«ΜΩΡΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ»
του Εράσμου (1469-1537)

Μετάφραση: Στρατής Τσίρκας,
Εκδόσεις, Ηριδανός 1970
  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«ΜΩΡΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ» ΤΟΥ ΕΡΑΣΜΟΥ (1469-1537)
Ολόκληρο το βιβλίο είναι διαθέσιμο στο Διαδίκτυο
στη διεύθυνση: http://www.scribd.com/doc/17282125/-
 
  1  
   
 

Μιλά η Τρέλα


(/36) Γιατί βγήκα στη μόστρα μ’ αυτά τ’ αλλόκοτα ρούχα, θα το μάθετε, αν κάνετε τον κόπο και μου δώσετε αυτί. Όχι εκείνο, βέβαια, που δίνετε στους ιεροκήρυκες, άλλα το άλλο που στήνετε τόσο καλά στα πανηγύρια, για τους τσαρλατάνους, τους σαλτιμπάγκους και τους τζουτζέδες, η εκείνο το γαϊδουρίσιο που έστησε άλλοτε ο Βασιλιάς μας ο Μίδας στον Πάνα. Μ’ έπιασε η λόξα να σας κάνω κομμάτι το σοφιστή. Όχι σαν αυτούς που παραγεμίζουν το κεφάλι των νέων με πληχτικά κουροφέξαλα, και τους μαθαίνουν να καυγαδίζουν με πείσμα, χειρότερα κι από γυναίκες. Όχι. Θα μιμηθώ εκείνους τους αρχαίους, που για ν’ αποφύγουν τον ντροπιαστικό τίτλο του σοφού, προτίμησαν να λέγονται σοφιστές, και δουλειά τους ήταν να συνθέτουν εγκώμια σε θεούς και ήρωες. Θ’ ακούσετε λοιπόν ένα εγκώμιο, όχι του Ηρακλή μήτε του Σόλωνα, μα το δικό μου, της Τρέλας.

(/44) Ας εξετάσουμε όμως με λεπτομέρειες την υπόθεση.

Ποιος δεν ξέρει πως τα παιδικά χρόνια του ανθρώπου είναι απ’ (/45) όλα τα πιο χαρούμενα, τα πιο ευχάριστα; Μα τι έχουν λοιπόν τα παιδιά και τα φιλούμε, τ’ αγκαλιάζουμε, τα χαϊδεύουμε, αφού κι ένας εχθρός ακόμα τρέχει να τα βοηθήσει;

Μια λεοπάρδαλη σκοτώνει ένα θηλυκό μπαμπουΐνο που ήταν όμως έγκυος και τη στιγμή που σκότωνε τη μάνα γεννήθηκε το νεογνό-μπαμπουϊνάκη. Όταν το είδε η λεοπάρδαλη παράτησε το θήραμά της, τη σκοτωμένη μάνα του και όλη την ημέρα προστάτευε το νεογέννητο μπαμπουϊνάκι.
Τι άλλο από τη γοητεία της τρέλας; Η προνοητική Φύση εφοδιάζει μ’ αυτήν τα βρέφη, για ν’ αλαφρώνουν με κάποια διασκέδαση τους κόπους όσων τ’ αναθρέφουν, και να κερδίζουν την εύνοια όσων τα προστατεύουν. Κι η νιότη που έρχεται κατόπι, πόσο τους γοητεύει όλους, με πόσο άδολη καρδιά την κανακεύουν, με πόση ζέση της κάνουν πλάτες, με πόση προθυμία της δίνουν ένα χέρι βοήθεια! Από πού βαστάει λοιπόν, σας ρωτάω, αυτή η γοητεία των νέων; Από μένα (την τρέλα) βέβαια, που τους γλυτώνω απ’ τη φρονιμάδα, άρα κι απ’ τη γκρίνια.

Ψέματα; Έτσι και μεγαλώσουν κομματάκι, με την πείρα και τη μελέτη, αρχίζουν και σκέφτονται σαν άντρες κι αμέσως η ομορφιά τους μαραίνεται, η ορμή τους ξεθυμαίνει, το κέφι τους κρυώνει, το σφρίγος τους πέφτει. Όσο φεύγει ο άνθρωπος από κοντά μου (από την τρέλα), τόσο λιγότερο ζει, ώσπου φτάνουν τα μελαγχολικά γεράματα, δύσκολα για τους άλλους, δύσκολα και για τα ίδια, που κανένας θνητός δε θα τα σήκωνε, αν δε βρισκόμουν πάλι εγώ (η τρέλα), πονόψυχη σε τόσες μιζέριες. Όπως οι θεοί των ποιητών, που με τη μεταμόρφωση γλυτώνουν κάποιο δυστυχισμένο από το θάνατο, έτσι κι εγώ ξαναφέρνω, όσο γίνεται, στην παιδική ηλικία, αυτούς που βρίσκονται πια μπρος στον τάφο. Σωστά λέει γι’ αυτούς ο κόσμος πως «ξαναμωράθηκαν».


(/49) Ο Βάκχος, λόγου χάρη, γιατί να είναι πάντα έφηβος με ωραία μαλλιά; Γιατί ζει, μεθυσμένος κι αναίσθητος, μέσα στα γλέντια, τους χορούς, τα τραγούδια και τα παιχνίδια, κι αποφεύγει να ‘χει την παραμικρή σχέση με την Παλλάδα. Τόσο λίγο τον κόφτει να περάσει για γνωστικός … δεν τον πειράζει να τον λένε τρελό … Μα ποιος δε θα προτιμούσε να ήταν αυτός ο τρελός και βλάκας, ο πάντα χαρωπός, ο πάντα νέος, που φέρνει σ’ όλους απολαύσεις και χαρές, παρά εκείνος ο ύπουλος ο Δίας, που τον φοβάται όλος ο κόσμος, … ή ακόμα η Παλλάδα η γουρλομάτα, που φοβερίζει συνέχεια με τη Γοργόνα της και το κοντάρι της;

Γιατί πάντα παιδί αυτός ο Έρωτας; Μα γιατί είναι παιχνιδιάρης· μήτε κάνει μήτε σκέφτεται ποτέ του κάτι γνωστικό.

(/51) Σύμφωνα με τον ορισμό των στωικών, σοφία πα να πει ν’ αφήνεις να σε κυβερνάει το λογικό· κι αντίθετα, τρέλα, να παραδέρνεις μέσα στα πάθη. Ο Δίας, για να μην είναι η ζωή των ανθρώπων θλιβερή κι ανούσια, τους έδωσε πολλά πάθη και λίγο λογικό. (/52) … Κι από πάνω, αυτό το λογικό, το ξάκρισε σε μια στενή γωνιά της κεφαλής, ενώ παράτησε στα πάθη όλο το ρέστο του κορμιού. Έπειτα, στο λογικό μονάχο έβαλε αντικρύ δύο έξαλλους τύραννους: το Θυμό, που βαστά το κάστρο του στήθους με την πηγή της ίδιας της ζωής, δηλαδή την καρδιά· και τον Πόθο, που το κράτος του απλώνεται ως και κάτω απ’ τ’ αποκοίλι. Τώρα, τι μπορεί να κάνει το λογικό αντικρύ σ’ αυτές τις δυό αδελφωμένες εξουσίες, το βλέπουμε αρκετά στο καθημερινό φέρσιμο των ανθρώπων. Μπορεί να κράζει μόνο τις προσταγές του χρέους ώσπου να βραχνιάσει. Μα είναι σαν ανήμπορος βασιλιάς: του λένε «άμε να κρεμαστείς», οι βρισιές τους σκεπάζουν τη φωνή του, ώσπου κι αυτό, μπαϊλτισμένο, παραδίνεται.

Όσο για τον άνθρωπο το γεννημένο να κυβερνά το σπίτι του, χρειαζόταν να του στάξουν και κανένα δράμι λογικό. Ο Δίας πήρε τη γνώμη μου πάνω σ’ αυτό – την παίρνει για όλα. Ευθύς του έδωσα μια συμβουλή στ’ ανάστημά μου: να τον ζέψουν με μια γυναίκα, ζώο κουτό και παλαβό, μα τόσο αστείο και χαριτωμένο! Η τρέλα της θα μοσκοβολάει τη σπιτική ζωή και θα γλυκαίνει την αυστηρότη των αντρίκιων φυσικών.

Όταν ο Πλάτων δείχνει πως διστάζει που να ταξινομήσει τη γυναίκα, στα λογικά πλάσματα ή στα ζώα, δε ζητά, βέβαια, παρά να τονίσει τη φημισμένη τρέλα αυτού του φύλου. Αν μια γυναίκας, λόγου χάρη, της κατεβεί να περάσει για μυαλωμένη, θα γίνει δυό φορές τρελή. … Μην πας κόντρα στη φύση: κάνεις διπλό το κουσούρι σου όταν το φτιασιδώνεις σε αρετή, κι όταν φορτσάρεις το ταλέντο σου. Ακόμα και ντυμένη στη πορφύρα, λέει μια ελληνική (/53) παροιμία, η μαϊμού μένει μαϊμού, έτσι, όπως και να μασκαρευτεί, η γυναίκα είναι πάντα γυναίκα, δηλαδή τρελή.

Δε νομίζω τις γυναίκες τόσο τρελές, που να μου κρατήσουν κακία επειδή τις λέω τρελές, εμένα την Τρέλα που είμαι κι η ίδια μου γυναίκα. Τις παρακαλώ να το κοιτάξουν από πιο κοντά: σ’ αυτό το δώρο της τρέλας το χρωστούν που είναι, σε πολλά, πιο ευτυχισμένες από τους άντρες. ... πού το βρήκε ο άντρας αυτό το κατεβασμένο μούτρο, το τραχύ δέρμα, τα δασά γένια, που τον γερνάνε πριν την ώρα του; Απ’ το κουσούρι του: τη φρονιμάδα.

….. Τώρα λοιπόν ξέρετε από ποια πηγή τρέχει η πρώτη και πιο μεγάλη ευχαρίστηση της ζωής.

(/94) Το μυαλό του ανθρώπου είναι έτσι φτιαγμένο που καλύτερα πιάνεται με το ψέμα παρά με την αλήθεια. Θέτε να κάνετε μια δοκιμή; Πηγαίνετε στην εκκλησία όταν έχει κήρυγμα: αν γίνεται λόγος για σοβαρά πράματα, όλος ο κόσμος κοιμάται, χασμουριέται, βαριέται. Μόλις ο κράχτης (συγνώμη, ο κήρυκας θέλω να πω) αρχίσει καμιά ιστορία για γυναικούλες, όπως συχνά το κάνουν, όλοι ξυπνούν και στέκονται μ' ανοιχτό στόμα. Το ίδιο, αν είναι κανένας άγιος λιγάκι παραμυθένιος και ποιητικός - σα να πούμε ο άη Γιώργης, ο άγιος Χριστοφόρος ή η αγιά Βαρβάρα - θα δείτε πόσο πιο ευλαβικά τον προσκυνάνε από τον άγιο Πέτρο, τον άγιο Παύλο ή ακόμα και το Χριστό. Αλλά δεν είναι τόπος εδώ να πιάσουμε στο στόμα μας αυτά τα πράγματα.

(/97) Εγώ (η τρέλα) δεν περιμένω τάματα, δε θυμώνω, δεν απαιτώ πρόσφορα για συχώριο, αν παραλείψουν κάποιο τυπικό στη λατρεία μου. ...

Αλλά κανείς, μου λένε, δεν κάνει θυσίες στην (θεά) Τρέλα, κανείς δεν της χτίζει ναό. Σωστά, και τούτη η αχαριστία, σας το είπα, πολύ με κάνει κι απορώ. Μα κι αυτό το παίρνω απ' την καλή του, γιατί είμαι βολική. Κι έπειτα, δεν τα θέλω αυτά, τί μου χρειάζονται; Τι θα μου κάνουν δυό κόμποι λιβάνι, λιγουλάκι αλεύρι, ένας τράγος, μια σκρόφα, όταν σ' όλες τις χώρες του κόσμου, όπου βρίσκονται άνθρωποι, μου προσφέρουν μια λατρεία που κι αυτοί ακόμα οι θεολόγοι την κρίνουν άριστη; Έπρεπε μήπως να ζηλέψω την Άρτεμη επειδή της κάνουν θυσίες μ' ανθρώπινο αίμα; Εγώ νομίζω πως παντού και όλοι εμένα με λατρεύουν ευλαβικά, αφού μ' έχουνε μέσα στην καρδιά τους, εμένα δείχνουν στα φερσίματά τους, κι η ζωή τους με κατρεφτίζει φτυστή κι απαράλλαχτη. Σίγουρα, τέτοιος τρόπος λατρείας δεν είναι και τόσο συχνός, μήτε ανάμεσα στους χριστιανούς.

(/98) Κι ύστερα τί τον θέλω το ναό; Ο κόσμος ολάκερος είναι ναός μου και πολύ όμορφος μάλιστα ... παντού όπου βρίσκονται άνθρωποι έχω και πιστούς.

(/101) Αλλά θα 'μουν κι εγώ τρελή για δέσιμο ... αν συνέχιζα να μετρώ τις ποικιλίες της τρέλας και των παραλογισμών του όχλου. Έρχομαι σ' εκείνους, που ανάμεσα στους θνητούς ποζάρουν για σοφοί κι ορέγονται, (/102) όπως λένε, το χρυσό κλαδί. Στην πρώτη σειρά έρχονται οι γραμματικοί (φιλόλογοι), αλλόκοτη φάρα, που θα 'ταν η πιο κακορίζικη, άθλια και καταραμένη απ' τους θεούς, αν εγώ από λύπη δε μαλάκωνα τη δυστυχία του άχαρου επαγγέλματός τους με μιαν ήρεμη παλάβρα.

Τους βλέπω πάντα πειναλέους και σιχαμερούς στα σκολειά τους ... Τί σκολειά; ... καλύτερα τις σωφρονιστικές φυλακές, τις αίθουσες με τα βασανιστήρια. Γερνούν τριγυρισμένοι από κοπάδι τα σκολιαρόπαιδα, ξεθεωμένοι στη δουλειά, ξεκουφαμένοι από τις φωνές, πνιγμένοι από τη μπόχα και τη βρώμα, κι όμως, χάρη σε μένα, έχουν ένα ξεγέλασμα: θαρρούν πως είναι οι πρώτοι ανάμεσα στους ανθρώπους. Εχ, και πως ευχαριστιούνται όταν με άγριες ματιές και τρομαχτική φωνή κάνουν την τάξη να τρέμει, όταν με το χάρακα, το ραβδί και το κουρμπάτσι σακατεύουν τα κακόμοιρα τα παιδιά.

(/104) Παραδεχτείτε όμως πως με τη δική μου χάρη αυτό το ζώο, το πιο δυστυχισμένο απ' όλα, και πολύ μάλιστα, ο γραμματικός (ο φιλόλογος), φτάνει σε τέτοια ύψη ευδαιμονίας που δε θ' άλλαζε την τύχη του μήτε με του βασιλιά της Περσίας.

Οι ποιητές μου χρωστούν πιο λίγα, αν κι από φυσικού τους είναι της δικαιοδοσίας μου, ελευθερόφιλη φάρα, που όλη της η έγνοια είναι να γοητεύει τ' αυτιά των κουτών με κουραφέξαλα και γελοία παραμύθια.

Κι οι ρήτορες; Μου κάνουν κάπου-κάπου απιστίες πιάνοντας σχέσεις με τους φιλοσόφους, μα είναι δικοί μου.


(/109) Κι οι θεολόγοι ... θα ’ταν ίσως καλύτερα να μην τους αναφέρω, να μην αναδέψω αυτή τη βαλτωμένη Καμαρίνα και ταράξω τις βρωμολυγαριές της. Φοβερά κατσούφικη κι οξύθυμη φάρα, δε το ’χουν σε τίποτα να μου ριχτούν ομαδικά, μ’ εφτακόσια πορίσματα, για να μ’ αναγκάσουν ν’ ανακαλέσω, κι αν αρνηθώ, να με βγάλουν στα γρήγορα αιρετική (την τρέλα). Μ’ αυτό τ’ αστροπελέκι φοβερίζουν κατευθείαν και τον κάνουν να κοκκαλώσει από τρομάρα, όποιον δεν τους αρέσει.

Πιο αχάριστους, να μην παραδέχονται το καλό που τους κάνω, δεν έχω βρει.

(/111) ....... Τα ψιλολογήματά τους είναι αμέτρητα. ... Λένε, λόγου χάρη, πώς είναι πιο μικρό αμάρτημα να σφάξεις χίλιους ανθρώπους παρά να ράψεις μέρα Κυριακή το παπούτσι φτωχού.

.... Αυτά τα ψιλολογήματα τα πολύ ψιλολογημένα τα ψιλολογούν ακόμα πιότερο οι σχολαστικές αιρέσεις και σε μπερδεύουν τόσο, που πιο γρήγορα θα έβγαινες απ’ το λαβύρινθο παρά από τα κλωθογυρίσματα των Ρεαλιστών, Νομιναλιστών, Θωμιστών, Αλβερτιστών, Οκκαμιστών, Σκωτιστών - κι αναφέρω μόνο τις κυριότερες σχολές. Τί πολύξεροι που είναι σ’ αυτές τις σχολές, και τί δύσκολοι! Θαρρώ πώς οι ίδιοι οι Απόστολοι θα χρειάζονταν να τους φωτίσει άλλη μια φορά το άγιο Πνεύμα, αν μαζεύονταν για να συζητήσουν αυτά τα θέματα με την καινούργια τούτη φάρα των θεολόγων.

(/114) Όταν όμως συναντούν τέτοιες ατέλειες στο Χρυσόστομο, στο Βασίλειο ή στον Ιερώνυμο, οι θεολόγοι μας αποφαίνονται γράφοντας στο περιθώριο: "Απαράδεκτον". Γιατί, βέβαια, οι Πατέρες της Εκκλησίας ανασκευάσανε τους εθνικούς φιλοσόφους και τους Ιουδαίους, ανθρώπους από φυσικού τους ξεροκέφαλους, αλλά το έκαναν μάλλον με τη ζωή τους και τα θαύματά τους παρά με συλλογισμούς, γιατί κανένας τους δε θα ’ταν ικανός να καταλάβει το παραμικρό απ’ όσα ζητήματα σηκώνει ο Σκώτ.

(/116) Οι καθηγητές μας ωστόσο είναι πέρα για πέρα ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους· ακόμα περισσότερο: χαίρονται γιατί μέρα και νύχτα είναι τόσο απορροφημένοι με τα γλυκά τους κουροφέξαλα, που δεν τους μένει καθόλου καιρός να ξεφυλλίσουν το Ευαγγέλιο ή τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Κι ενώ περνούνε τον καιρό τους έτσι στα πανεπιστήμια, φαντάζονται πώς η Εκκλησία στηρίζεται πάνω στους στύλους των συλλογισμών τους και πώς χωρίς αυτούς θα γκρεμιζόταν ολόκληρη, όπως ο Άτλαντας, λέν οι ποιητές, που σηκώνει πάνω στη ράχη του τον ουρανό.

Και πόσο ευτυχισμένοι νιώθουν όταν πλάθουν και ξαναπλάθουν κατά το κέφι τους τις ιερές Γραφές, σά να ’ταν μαλακό κερί, όταν έχουν την απαίτηση, τα πορίσματά τους, που τα παραδέχτηκαν (/116) κιόλας μερικοί σχολαστικοί, να λογαριάζονται πιο πολύ από τους νόμους του Σόλωνα ή καλύτερα από τα δόγματα του Πάπα· όταν γίνονται οι λογοκριτές όλου του κόσμου και υποχρεώνουν τον καθένα ν’ ανακαλέσει ό,τι δεν είναι σύμφωνο στον πόντο με τα δικά τους προσίσματα, φανερά κι υπονοούμενα· όταν αποφαίνονται με προφητικό ύφος: "Η πρόταση αυτή σκανδαλίζει, η άλλη είναι όλο ασέβεια, τούτη μυρίζει αιρετική, κι εκείνη έρχεται άσκημα στ’ αυτί".

Κι όταν περιγράφουν με την πιο μεγάλη ακρίβεια όλες τις λεπτομέρειες της Κόλασης, σά να ’χουν ζήσει χρόνια μέσα σ’ αυτή τη δημοκρατία;

(/117) Τέλος, θαρρούν πώς είναι πρωτοξάδερφοι με τους θεούς, κάθε φορά που ο κόσμος τους χαιρετά ευλαβικά με τον τίτλο "Διδάσκαλε ημέτερε", .... Αλίμονο, λένε, σ’ όποιον γράψει το "Διδάσκαλε" χωρίς κεφαλαίο ή αλλάξει τη σειρά και πει "ημέτερε Διδάσκαλε", θα χαλούσε μονομιάς όλο το μεγαλείο του θεολογικού ονόματος.

 

 
   
  1  
  ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«ΜΩΡΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ» ΤΟΥ ΕΡΑΣΜΟΥ (1469-1537)
Ολόκληρο το βιβλίο είναι διαθέσιμο στο Διαδίκτυο
στη διεύθυνση: http://www.scribd.com/doc/17282125/-
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΩΝ