Αφηγείται ο Παρασκευάς Λαμπρόπουλος περιστατικά από τον άγιο Πορφύριο. Ειδωλολάτρες-θαύματαΚαι πήγαμε προς το Λουτράκι ... εκεί βρήκα μια τρύπα παραλληλόγραμμη προς το τετράγωνο και φαινόταν ότι ήταν λαξευτή και είχε σκαλοπάτια ... "είναι ένας λαβύρινθος" και μας έδειχνε στην επιφάνεια πως πηγαίνει "και εδώ επάνω ήτανε ναός και δεν την τρύπα την ξέρανε μόνο οι ειδωλολάτρες ιερείς και κάνανε το εξής: είχαν ένα κάθισμα πέτρινο, το σηκώνανε και κατέβαινε ένας κάτω, και όταν έλεγε ο ιερέας, να παρακαλέσουμε την θεά Ήρα να βρέξει, και έλεγε ο ιερέας θεά Ήρα βρέξε, αυτός που είχε κατέβει κάτω έκαμνε: ααααααα! Και ο κόσμος δεν ήξερε από που ερχόταν η φωνή και κοίταζε προς τον ουρανό. Μετά πήγαινε σε διαφορετικό σημείο κι έκαμνε διαφορετική φωνή. Κι έλεγε ο ιερέας, μας άκουσε η θεά Ήρα και θα βρέξει. Αλλά ο αληθινός Θεός, έβλεπε την αγνή πίστη των ανθρώπων, έβλεπε τις καρδιές τους, κι ο αληθινός Θεός έκαμνε θαύμα, έβρεχε, δηλαδή έκαμνε ότι ζητούσανε. Αλλά μας λέει ελάτε εδώ να δείτε, ήταν και μπαγαπόντηδες: ήτανε μία χαράδρα, βάθος γύρω στα τέσσερα μέτρα, εκεί μέσα καίγανε φωτιές, και πετάγανε μέσα τις θυσίες, αλλά μας εξήγησε ότι από κάτω ήτανε ένας με τα τσιγκέλια και τα τραβάγανε τα ψημένα. Αλλά μας λέει, ελάτε να σας δείξω κάτι άλλο. Εκεί ήτανε δύο δεξαμενές και φαινότανε ότι ερχότανε αυλάκι. Και λέει, εδώ κατεβάζανε τους ασθενείς κάτω από καταπακτή και κάτω ήτανε δύο άνδρες μπρατσωμένοι και τους πετάγανε μέσα στη δεξαμενή. Οι άρρωστοι μπορεί να ήσανε πιασμένοι, να είχανε ψυχολογικό, να είχανε κάποια ασθένεια ... και λέγανε, μία δύναμη μας βούτηξε και μας έριξε σε νερό κι εκεί από το ψυχολογικό τους γινόντουσαν καλά. Αλλά όταν έβλεπαν ότι κάποιος δυσκολευόταν να βγει και πήγαινε να πνιγεί, τον βουτούσαν και τον βγάζανε. Και έτσι όπως πηγαίναμε ο γέροντας πάει γύρω στα τέσσερα μέτρα μπροστά και μας λέει καθίστε εκεί, μην έρχεστε. Σηκώνει τα χέρια ψηλά, σταυρώνει εκεί, ακίνητος για λίγα λεπτά και μετά μας λέει, ε, ελάτε τώρα τον έδιωξα. Ξέρετε εδώ, που ήτανε ειδωλολατρία, ήταν ένας μάγος κι έκαμνε μαγείες κι αμαρτίες και έχει ποτιστεί από την αμαρτία ακόμη και ο τόπος, κατοικούσαν δαίμονες. Ε, τον έδιωξα τώρα. Περπατούσαμε και φτάσαμε σε ένα μέρος που ήταν η θάλασσα, βράχια και κάτω η θάλασσα, εμείς πηγαίναμε και ο γέροντας φωνάζει, βρε τους ευλογημένους, τι ζημιά κάνανε, βρε Εγγλέζοι ήτανε. Και γυρίζει εμένα και μου λέει, να μωρέ, πιάσε εκεί πέρα ένα κομμάτι. Ήταν μια γούβα, είχαν σκάψει αρχαιοκάπηλοι, πιάνω ένα κομματάκι από σπασμένο αντικείμενο και λέει, το κοίταξε και λέει, βρε τι ζημιά κάνανε οι ευλογημένοι, αυτό το πράγμα πριν 4.000 χρόνια, αυτός που το έφτιαξε κάθισε και το θαύμασε, ήταν τόσο πολύ όμορφο, και αυτό κόλλησε επάνω στο αντικείμενο ο θαυμασμός αυτός και να θα σας εξηγήσω τώρα πώς γίνονται τα θαύματα. Και λέει, όπως και στην αγιογραφία, όποιος κάνει με προσευχή και νηστεία την εικόνα και κάθεται και την θαυμάζει, αυτός ο θαυμασμός και η προσευχή αυτή που κάνει τυπώνονται επάνω στην εικόνα και έτσι κατ' αυτόν τον τρόπο γίνονται τα θαύματα, που ταιριάζει η ψυχή του ασθενούς με το ψυχολογικό αυτό και φυσικά με τη δύναμη του Θεού. «Δόξα τω Θεώ»Στη Βοιωτία … εκεί πήγαμε σε ένα μέρος και ευχαριστηθήκαμε, καθίσαμε περάσαμε το απόγευμα, του άρεσε εκεί που ήταν πεύκο και εξοχή και γυρίσαμε να φύγουμε. Όταν γυρίσαμε να φύγουμε, εγώ δεν πρόσεξα, ήταν ένα νεροφάγωμα, στον δρόμο στην άκρη είχε κοπεί, είχε γίνει σαν αυλάκι … και μου πέφτει το αυτοκίνητο μέσα … αλλά βρήκε από κάτω το σασί και γύριζε ο τροχός στον αέρα. «Ε», μου λέει, «γιατί ευλογημένε το πήγες από κει;» Και γυρίζει πίσω και λέει: «Τι μας τόκανες αυτό; Ε; Γιατί τόκανες αυτό;» Και έλεγα ότι το λέει σε μένα, αλλά γυρίζω πίσω και κοιτάζω … τόλεγε στον άλλονε … τον έδιωξε βέβαια και μας λέει: «Αυτό μας το έκανε ο διάβολος επειδή περάσαμε ωραία σήμερα, αλλά για να μην πούμε “Δόξα τω Θεώ” το βράδυ, “Δόξα τω Θεώ” εκεί που πήγαμε στην εξοχή περάσαμε καλά, μας δημιούργησε κάτι για να στεναχωρηθούμε, για να μη πούμε “Δόξα τω Θεώ”». Για τον Δωδώνης ΧρυσόστομοΜε πήρε μια φορά να πάμε στα Καλλίσια και μου λέει θα αργήσουμε λίγο γιατί θα πάμε να δούμε τον δεσπότη στην Μονή Πεντέλης, θέλω να μου δώσουνε το κτήμα στα Καλλίσια να κάνω μοναστήρι, τον γνωρίζω, λέει, αυτόν από παλιά, ήταν δεσπότης τότε αυτός ο ηγούμενος … ο Χρυσόστομος, ο Ζακύνθου, ο Δωδώνης … Εγώ ήμουν και νέος δεν είχα δει και δεσποτάδες τότε στην ηλικία που ήμουνα, αλλά όταν τον είδα, τον είδα έτσι εύσωμο και με τα δεσποτικά και είπα μέσα μου: «Πω, πω, τι θα τρώει αυτός ο άνθρωπος!» και λέει, μου λέει: «Τα είπαμε με τον δεσπότη, αλλά δεν βλέπω να γίνεται τίποτα με τη δουλειά που θέλω. Αλλά ο καημένος τι καλός που είναι! Και να πεις ότι τρώει αυτός; Είναι άρρωστος ο καημένος από ζάχαρο και δεν τρώει τίποτε. Θα τον ιδεί κανένας θα ειπεί: “Πω, πω, τι τρώει αυτός!”». Οικισμός πριν 4.000 χρόνιαΚάποτε πάλι είχα πάει στη Στενή της Εύβοιας. Πίσω από τη Στενή είναι χωριά, προς το Αιγαίο. Και πήγαινα εκεί για δουλειά, και σε ένα μέρος στάθηκα και περιεργάστηκα έτσι την φύση, το βουνό εκεί, μια χαράδρα, ανθισμένα που ήταν και Μάιος μήνας, και είπα: «Αν ήμουνα ζωγράφος αυτό το τοπίο θα το ζωγράφιζα». Όταν γύρισα με πήρε στο τηλέφωνο, «Τι, κάνεις; Που είχες πάει;» του λέω πήγα εκεί στην Εύβοια, πίσω προς το Αιγαίο, «Α, άκου ρε να πάρει ευχή, να ήτανε εκεί κανένας ζωγράφος να τα ζωγραφίσει αυτά τα ωραία μέρη!» μου λέει, «Εκεί που πήγες στη θάλασσα και γύρισες και κοίταξες πάνω το βουνό, στο δεξί σου μέρος επάνω, που είναι ο λόφος, ξέρεις τι είχε εκεί;» «Δεν ξέρω παππούλη». «Εκεί ήτανε μία πόλη με σαράντα χιλιάδες κατοίκους, και έπεσε το βουνό πάνω και την πλάκωσε πριν από 4.000 χρόνια. Για τον Κεφαλληνίας ΠροκόπιοΕίχε ένα ραδιοφωνάκι και το άνοιγε και άκουγε μόνο τις Ειδήσεις. Εκείνη τη στιγμή είπανε, «ο δεσπότης της Κεφαλλονιάς που έκοψε τον Άγιο και τον πούλησε» κι έτσι … κι αυτά …. «Ε, τον λοημένο μωρέ, τον ξέρεις αυτόν;» «Όχι, παππούλη, όχι» λέω εγώ, «Μωρέ τι καλούλης που είναι αυτός μωρέ, τον αδικούνε τζάμπα». Τον Προκόπιο, και λέει, «μωρέ να πάρει ευχή τον ξέρεις;» «Όχι, παππούλη» «Εσύ θα τον εγνωρίσεις καλά, πολύ καλά.» … «Τον αδικούνε» όμως λέει, «τσάμπα τον κατηγορούνε, διότι, τα κομμάτια που λείπουνε από τον Άγιο, τα κόβανε προσκυνητέ και τα παίρνανε για ευλογία, και τώρα του στηρίζουνε άδικα κατηγορία, και ο καημένος είναι πολύ καλός». Και όταν ήρθε ο Προκόπιος που τον είδα κι εγώ, που όντως και αυτός είναι ένας άγιος, με ρώτησε κάτι και μου λέει, «Με ξέρεις;» «Ναι», του λέω «σας ξέρω» «που με ξέρεις;» «Μου είχε μιλήσει πριν δεκαπέντε χρόνια ο Άγιος» είπα εγώ. Με κοίταξε πολύ καλά στα μάτια στο πρόσωπο, με χάιδεψε και μετά καπ, μου κοπανάει ένα σκαμπίλι … και μετά γνωριστήκαμε ακόμη πιο καλά. Και το λέω αυτό διότι οι κατηγορίες που λέγανε τότε, το είπε ο Άγιος ότι ήτανε αθώος, γι’ αυτό το λέω. | |||||||
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)